Αντίθετα, όπως μας πληροφορεί ο Κερκυραίος Λαογράφος Γεράσιμος Χυτήρης (φωτο δεξιά), στο βιβλίο του «Τα Λαογραφικά της Κέρκυρας» - Κέρκυρα 1988, η Αποκριά παρείχε μεγάλη ευκαιρία ελληνικού τραγουδιού και χορού στα χωριά της Κέρκυρας, επί αιώνες, τουλάχιστον μέχρι και τα μέσα της 10ετίας του 1960.
Τις Κυριακές της Αποκριάς και της Τυρινής (Τρινές), κατά το βράδυ μαζεύονταν οι γυναίκες της κάθε γειτονιάς, στο ύπαιθρο αν το επέτρεπε ο καιρός, ή σε ευρύχωρα ισόγεια. Τραγουδούσαν χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων και ταυτόχρονα χόρευαν. Τα τραγούδια ήταν κυρίως παραλογές (διηγηματικά 15σύλλαβα) αναγόμενα στη Βυζαντινή περίοδο. Η πρώτη - και όχι σπάνια ο πρώτος - του χορού, τραγουδούσε τον πρώτο στίχο. Δημιουργούσε τομή στη 10η συλλαβή, απαναλάμβανε την 9η και 10η και προχωρούσε ως την τελική 15η.
Τέτοια τραγούδια ήταν ο «Γαζιανάκης» σε Κυνοπιάστες, Σιναράδες, Σκριπερό, Αργυράδες, Χωρεπίσκοπους κλπ. αλλά και «Η βάγια που δε θέλει το Ρηγόπουλο» που καταγράφηκε στους Καλαφατιώνες, «Ο κυρ Βοριάς εμήνυσε», «Της κουμπάρας που έγινε νύφη» «Ο Κωνσταντίνος ο μικρός» «Ο Αη Γιώργης και το θεριό» κ.ά.
Επιπρόσθετα, στους Αυλιώτες καταγράφηκε και το καθαρά αποκριάτικο τραγούδι με λαϊκά δίστιχα και το γενικό τίτλο "Τούτες οι μέρες το 'χουνε". Ας το δούμε
Επιπρόσθετα, στους Αυλιώτες καταγράφηκε και το καθαρά αποκριάτικο τραγούδι με λαϊκά δίστιχα και το γενικό τίτλο "Τούτες οι μέρες το 'χουνε". Ας το δούμε
Τούτες οι μέρες το ΄χουνε
Αποκριάτικο χορευτικό Κέρκυρας,
σε εκδοχή Αυλιωτών
Τούτες οι μέρες το ΄χουνε, τούτες οι δυό βδομάδες,
να τραγουδάνε τα παιδιά, να χαίροντ’ οι μανάδες.
Τσ’ Απόκριες και τσι Τρινές και των Αγιών
Θοδώρων
σου κάμανε την προξενιά μωρή παλιοκοτζώρω.
Την προξενιά μου κάματε κι εγώ τηνε χαλάω,
τον πρώτο μου αγαπητικό δεν τον αλησμονάω
Καλώς την τη σαρακοστή με τα λαχανικά της
και με τσι πρασουλίδες της και με τα γυαλικά
της.
Κουμπάρε φάε λάχανα και πιές από τον μπότη,
κι αν δεν σ’ αρέσει το φαϊ, φάε και παλιοχόρτι
Τσ’ Απόκριες χορεύουνε και τσι Τρινές γλεντάνε,
και την ημέρα τση Λαμπρής, κόκκινα αυγά
τσουγγράνε.
Καλώς την τη Σαρακοστή, την Καθαρά Δευτέρα,
Γειά σου ξανθέ μου άγγελε, λευκή μου περιστέρα.
Θυμάσαι που ερίξαμε του κάλυβα την πόρτα,
και σα δαμάλια κρούζαμε απάνω στα μπαλότα
Ορέ κοντοπαλίκαρο με τσι λιανές αρίδες,
στο λουτρουβιό δε σ’ ήθελα να πλένεις τσι
σφυρίδες,
μα σ’ ήθελα τ’ ανάσκελα σα στέκεις να στο πιάνω
το κατσαρό γενάκι σου κι ύστερ’ ας αποθάνω.
Σαν τι τραγούδι να σου πω, μάτια μου να σ’
αρέσει,
π’ έχεις αγγελικό κορμί και δαχτυλίδι μέση.
Και δω που τραγουδήσαμε, σήμερα και του χρόνου,
η συντροφιά κι οι ακροατές να ζήσουν πολλούς χρόνους
Το τραγούδι της Λιογέννητης
Το μακροσκελές τραγούδι «της Λιογέννητης», ο μεγάλος της λαογραφίας μας Ν. Πολίτης, το κατατάσσει στα Ακριτικά Τραγούδια, ταυτίζοντας τους δύο εραστές με τον Διγενή Ακρίτα και την Ευδοκία, κόρη του Ανδρόνικου Δούκα και που, σύμφωνα με τους Γ. Κ. Σπυριδάκη και Λ. Α. Πετρόπουλο, ταυτίζεται με αυτό του Χαρζανή και Γατζιαννάκη, παρατηρείται παρόμοια μεταμφίεση του Κωνσταντή ή Χαρζανή ή Γιαννάκη ή Μαυρουδή ή Διγενή ή Διονή ή Χατζαρή ή Γιάννη ή Γατζιανό ή Γκαζιανό ή Γιό του Δούκα. Η ηρωίδα φέρει τα ονόματα Αρετή, Αρετούσα, Μαριώ, Μάρω, Λιογέννητη, Λυγερή.
Ο Ν. Πολίτης για τη σύνθεση του τραγουδιού της Λιογέννητης έλαβε υπ’ όψιν του πολλές παραλλαγές του τραγουδιού διότι «ὅταν δὲν ἔχωμεν εἰμὴ ἓν μόνον κείμενον τοῦ ἄσματος, ὀφείλομεν κατ’ ἀνάγκην παραλάβωμεν αυτὸ κολοβὸν και παρεφθαρμένον. Ἂν δ’ ὅμως ὑπάρχουν πλείονες παραλλαγαὶ τοῦ αὐτοῦ ἄσματος, ἡ ἐπανώρθωσις τῶν ἐλλείψεων εἶναι δυνατή, διότι οἱ διάφοροι παραλλαγαὶ συμπληρώνουν ἤ διορθώνουν ἄλλας».
Μία από αυτές, που έλαβε υπ’ όψιν του ο μεγάλος δάσκαλος της λαογραφίας, είναι και αυτή της Κέρκυρας, καταγεγραμένη από τον Αντώνιο Μανούσο, καθώς επίσης αυτές των Κορινθίας, Αιγίνης, Κεφαλληνίας, Λακκοβικίων Μακεδονίας, Βιζύης και Μηδείας Κωνσταντινουπόλεως, Βάρνας, Οδησσού, Καρυών Καβακλί, Κρήτης, Μήλου, Θήρας, Σύρου, Πυργίου Χίου, Νισύρου, Σύμης, Καστελλόριζου, Κύπρου, Τραπεζούντος, Κορσικής κ.λπ. ανέκδοτων.
Η Λιογέννητη (στην Κέρκυρα)
Ο Κωσταντής ο ομορφονιός, ο μικροκωσταντίνος
μια μέρα θέλησε να βγη να λαγοκυνηγήση,
και διάβαινε καμαρωτός απ’ την πλατειά τη ρούγα.
Εκεί είδε τη Λιογέννητη με τετρακόσιαις σκλάβες.
Σε κρεμεζιά τριανταφυλλιά ήταν ακουμπισμένη,
κ’ είχε τα φρύδια τορνευτά, τα μάτια σα ζαφείρι,
και ‘ς το μικρό το δάχτυλο είχε το δαχτυλίδι,
καλλιά ‘λαμπε το δάχτυλο παρά το δαχτυλίδι.
Ωσάν την είδ’ ο Κωσταντής, αφήνει το κυνήγι.
Κινάει να πάη ‘ς το σπίτι του σα μήλο μαραμμένος.
Χωρίς θέρμη θερμάθηκε, χωρίς το ριόν ερριάστη,
δίχως τον πονοκέφαλο έπεσε ‘ς το κρεβάτι.
«Μάννα, ψυχή, μάννα, καρδιά, μάννα και το κεφάλι.
Μάννα, θολά είναι τα βουνά και θαμπερό το σπίτι.
-Γιε μου, καλά είναι τα βουνά και λαμπερό το σπίτι,
μα συ κορίτσιν αγαπάς κ’ εκείνη δεν το ξέρει.
-Μάννα, την κόρη που είδα ‘γω, άλλος να μη την πάρη.
Στείλε να κράξης άρχοντες και μητροπολιτάδες
να παν να κάμουν προξενειά, γυναίκα να την πάρω.»
Στέλνει τρακόσιους άρχοντες και μητροπολιτάδες,
στέλνει τον άρχοντα Φωκά, στέλνει το Νικηφόρο,
στέλνει τον Πετροτράχηλο, που τρέμει η γης κι’ ο κόσμος.
Εχτύπησαν οι άρχοντες την αργυρή την πόρτα.
«Ποιος χτύπησε ‘ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας;
-Ημείς είμεστε οι άρχοντες κ’ οι μητροπολιτάδες,
ο Κωσταντής μας έστειλε δυο λόγια να σου πούμε.
-Ανοίξετε ‘ς τους άρχοντες, ‘ς τους μητροπολιτάδες!
Φέρτε τρακόσια στρώματα, φέρτε τρακόσια πεύκια,
για να καθίσουν οι άρχοντες κ’ οι μητροπολιτάδες,
φέρτε Μονεβασιά κρασί, να πιουν οι αντρειωμένοι.»
Εμπαίνουν τότε οι άρχοντες κ’ οι μητροπολιτάδες,
και την ευρίσκουν κ’ έπλεγε τ’ ολόχρυσο γαϊτάνι.
Καθώς τους είδε η λυγερή επροσηκώθηκέ τους.
«Καλώς ήρθαν οι άρχοντες κ’ οι μητροπολιτάδες,
φάτε και πιέτε, γέροντες, κ’ εγώ ‘ς τον ορισμό σας.
-Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε.
Προξενητάδες είμαστε κ’ ήρθαμε να σου πούμε,
ο Κωσταντής μας έστειλε, τ’ όμορφο παλληκάρι,
αν είναι θέλημα θεού, γυναίκα να σε πάρη.»
Σαν τ’ άκουσε η Λιογέννητη νεχτύπησε τα γέλοια.
«Για πήτε του του Κωσταντή, του μοσκαναθρεμμένου,
δε θέλω τον, δεν χρήζω τον, δεν καταδέχομαί τον.
Σαν έρθη η μάννα μ’ απ’ τη γης κι’ ο κύρης μ’ απ’ τον άδη,
τα δυο μ’ αδέρφια τα καλά από τον κάτω κόσμο,
να σπείρουνε τη θάλασσα σιτάρι να καρπίση
χρυσάγανο, χρυσόσταχο και χρυσοκονδυλάτο,
και με τ’ αργυροδρέπανα να μπουν να το θερίσουν,
κ’ εις τον αφρό της θάλασσας να κάμουνε τ’ αλώνι,
μηδέ και τ’άχυρο βραχή μηδέ και το σιτάρι,
μηδέ την πάχνη τ’ αλωνιού αέρας να την πάρη,
τότε κ’ εγώ τον Κωσταντή θα τόνε πάρω γι’ άντρα,
και πάλι ναί, και πάλι όχι, και πάλι σα μου δόξη.»
Σάν ηκουσαν οι άρχοντες κ’ οι μητροπολιτάδες,
τους κακοφάνηκε πολύ κ’ έσκυψαν το κεφάλι.
Κι’ αυτή τότε τους έδωκε τ’ ολόχρυσο γαϊτάνι.
«Ορίστε την πλεξίδα μου τον εδικό σας κόπο.»
Εκίνησαν κ’ επήγαιναν πικροί και μαραμμένοι,
κι’ ο Κωσταντής καρτέρειγε ‘ς την αργυρή του πόρτα.
«Καλώς ήρθαν οι άρχοντες με τα καλά τα λόγια.
-Κακώς ήρθαν οι άρχοντες με τα κακά τα λόγια.
Δε θέλει σε, δε χρήζει σε, δε καταδέχεταί σε.
Σαν έρθη η μάννα τς απ’ τη γης κι’ ο κύρης απ’ τον άδη,
τα δυο τς αδέρφια τα καλά από τον Κάτω κόσμο,
να σπείρουνε τη θάλασσα, σιτάρι να καρπίση,
χρυσάγανο, χρυσόσταχο και χρυσοκονδυλάτο,
και με τ’αργυροδρέπανα να μπουν να το θερίσουν,
κ’ εις τον αφρό της θάλασσας να κάμουνε τ’ αλώνι,
μηδέ και τ’ άχυρο βραχή, μηδέ και το σιτάρι,
μηδέ την πάχνη τ’ αλωνιού αέρας να την πάρη,
τότε κι’ αυτή τον Κωνσταντή θα τόνε πάρη γι’ άντρα,
και πάλι ναι, και πάλι όχι, και πάλι σαν της δόξη.»
Ό Κωσταντής σαν τ’ άκουσε μέγας καϊμός τον πήρε,
Ό Κωσταντής σαν τ’ άκουσε μέγας καϊμός τον πήρε,
και ζήτησε και τόδωκαν τ’ ολόχρυσο γαϊτάνι.
Πήγε να βρη τοις μάγισσαις που ξέρουν από μάγια.
Ωσάν τον είδε κ’ έρχονταν της μάγισσας η κόρη,
«Μάννα μ’, ο νιος οπ’ έρχεται του κάμπου καβαλλάρης,
παίρνουν τα ρούχα του δροσιά και τα λυχνά του πάχνη,
’παίρνουν τα πασουμάκια του ανθούς από τα δέντρα,
κι’ ο γύρος του προσώπου του για κόρη είναι θλιμμένος.
-Στα μάγια ‘γω γεννήθηκα, ‘ς τα μάγια θα πεθάνω,
κ’ εγώ δεν τόνε γνώρισα και συ τόνε γνωρίζεις;»
«Καλή σου μέρα, μάγισσα με την καλή σου κόρη.
Δεν έχεις μάγια της καρδιάς και μάγια της αγάπης,
να κάμης τη Λιογέννητη να ρθή ‘ς την αγκαλιά μου;
-Αν έχης πράμα τς αρεσιάς και πράμα του χεριού της,
θα κάμω τη Λιογέννητη να ρθή ‘ς την αγκαλιά σου.
-Εγώ ‘χω πράμα τς αρεσιάς και πράμα του χεριού της,
εγώ ‘χω την πλεξίδα της, τ’ ολόχρυσο γαϊτάνι.
-Σύρε άνοιξε την πόρτα σου και δέσε τα θηριά σου,
και κάθου και καρτερεί την να ρθή ‘ς την αγκαλιά σου.»
Και βγάνει από τον κόρφο της τρία μήλα μαραμμένα.
«Το να ρήξε ‘ς το τρίστρατο, να πάψουν οι διαβάταις,
τάλλο ρήξε ‘ς τον ποταμό, να πάψουν τα ποτάμια,
το τρίτο ρήξ’ ‘ς τη λυγερή, να ρθή γυρεύοντας σε.»
Το νά ρηξε ‘ς το τρίστρατο και πάψαν οι διαβάταις,
τάλλό ρηξε ‘ς τον ποταμό και πάψαν τα ποτάμια,
το τρίτο το φαρμακερό ‘ς της λυγερής τς αγκάλες.
Ως τό είδε η κόρη εσβήστηκε, ως το είδε δαιμονίστη.
Σαν ήρθαν τα μεσάνυχτα, τη σκότισαν τα μάγια.
«Μώρ' βάγιαις μου, μώρ’ ντάνταις μου, μώρ’ σκλάβαις του πατρός μου,
ανάψτε πράσινα κηριά και κόκκιναις λαμπάδες,
τι εσήμανε η Παντάνασσα, να πά’ να προσκυνήσω.
-Κυρά ταρνίθια δε λαλούν, καμπάναις δε σημαίνουν,
κ' η εδική σου η εκκλησιά νε ψέλλει νε σημαίνει.
-Μπα του πατρός μου το ψωμί ‘ς τα μάτια να σας πιάκη!»
Κ’ έτσι εσηκώθη μοναχή κ’ εβήκε ‘ς το σκοτάδι.
Μια δούλα δεν την άφηκε κι’ από κοντά της πήγε.
Σαν έφτακε, σα ζύγωσε ‘ς τη μέση από το δρόμο,
εκεί της ήρθε ολίγο ο νους κι’ αρχίνησε να λέη.
«Ποιος είδε νήλιο από βραδύς κι’ άστρι το μεσημέρι,
ποιος είδε τη Λιογέννητη να περπατή ‘ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλητη και ξεμαλλοπλεμένη;
-Εγώ είδα νήλιο από βραδύς κι’ άστρι το μεσημέρι,
εγώ είδα τη Λιογέννητη να περπατή ‘ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη.
-Θέ μου, κι’ αν είμαι καθαρή, κι’ αν είμ’ εγώ παρθένο,
άστραψε και μπουμπούνιξε, να χαλαστούν τα μάγια.»
Άστραψε και μπουμπούνιξε, χαλάστηκαν τα μάγια.
Ο Κωσταντής ολονυχτίς καρτέρειγε ‘ς το σπίτι,
κι' αυτού ‘ς τα ξημερώματα το μαύρο του σελλώνει.
«Ανάθεμα σε, μάγισσα, που μάγια δε γνωρίζεις!
-Σαν είν’ η κόρη καθαρή, τα μάγια τί σου φταίνε;
Σύρε ξουρίσου φράγκικα, και ντύσου ‘ς τα γυναίκεια,
γυναίκεια και χαιρέτησε κατά την ώρα που είναι,
και πες: Είμ’ η ξαδέρφη σου από τον Άη Δονάτο,
όπου πλουμί δεν ήξερα, κ’ ήρθα πλουμί να μάθω.»
Ξουρίστηκε ‘ς τα φράγκικα και ντύθηκε γυναίκεια,
κ’ εχτύπησε ‘ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας.
«Ποιος χτύπησε ‘ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας;
-Εγώ είμαι η ξαδέρφη σου από τον Άη Δονάτο,
οπού πλουμί δεν ήξερα κ’ ήρθα πλουμί να μάθω.
-Καλώς ήρθ’ η ξαδέρφη μου, μα γώ δε σε γνωρίζω,
και πούθεν είν’ ο τόπος σου και πούθεν η γενιά μας;
-Αλάργα είν’ ο τόπος μου κι’ από κοντά η γενιά μας,
κ’ εμείς εξεμακρύναμε κ’ εχάθηκε η γενιά μας,
κ’ εδώ με στέλνει η μάννα μου πλουμίδια να με μάθης.
-Μετά χαράς, ξαδέρφη μου, πλουμίδια να σε μάθω,
πλουμίδια και κεντίσματα κι’ απ’ ό,τι θέλει ο νους μου.
-Μετά χαράς, ξαδέλφη μου, πλουμίδια να σε μάθω,
πλουμίδια και κεντίσματα κι’ ό,τι θέλει ο νους σου.»
Σάν άρχισε και νύχτωνε, πήρε να σκοτεινιάση,
ο Κωσταντής σηκώθηκε τάχα πως θε να φύγη.
«Ενύχτωσε κ' έβράδιασε, πήρε να σκοτεινιάση,
πάν τα θηριά ‘ς τοις κοίτες τους, ταηδόνια ‘ς τις φωλιές τους,
κ’ εγώ το ξένο κ’ έρημο απόψε που να μείνω;
-Μην πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τις σκλάβες.
-Εγώ του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τις σκλάβες!
-Μην πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τις δούλες.
-Εγώ του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τις δούλες!
-Μην πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τις ντάντες.
-Εγώ του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τις ντάντες!
-Μην πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τις βάγιες!
-Εγώ του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τις βάγιες!
-Μην πλήσσης αξαδέρφη μου, και μένομε τα δυο μας.
Ανάψτε, βάγιες, τα κηριά, μουνούχοι, τις λαμπάδες,
και στρώσετε την κλίνη μου τη λινομέταξή μου.
Βάλετε στρώμα ναργυρό, στρώμα μαλαματένιο,
βάλετε τα παπλώματα, τα υφάναν Ανεράδες
και τα υφαδιοπλουμίσασι του Δράκοντα οι κόρες,
και στρώστε πάτους βασιλκό, και πάτους μαντζουράνα,
και πάτους δεντρολίβανο να κοιμηθούμε αντάμα.»
Ολονυχτίς κοιμούντανε σαν δυο γλυκά αδερφάκια,
και προς τα ξημερώματα σαν τ’ άγρια πουλάκια.
Σαν έφεξε, ξημέρωσε, σαν ήρθε η άλλη η νύχτα,
«Μάννα, άνοιξε τοις πόρταις σου και δέσε τα θηριά σου,
γιατί θε νά ρθη η νύφη σου, θε νά ρθη η μαυρομάτα.
Ολίγος ύπνος μ’ έπιασε και πάω για να πλαγιάσω,
κι’ όντας θε νά ρθη η νύφη σου, να ρθής να με ξυπνήσης.
-Σύρε, παιδί μου, πλάγιασε κ’ εγώ θα καρτερέσω,
κι’ όντας θε να ρθη η νύφη μου θα ρθώ να σε ξυπνήσω.»
Κ’ εκείνη η σκύλα η άνομη δεν έκαμε όπως είπε,
μόν’ έκλεισε την πόρτα της κ’ έλυσε τα θεριά της,
κ’ έβαλε ομπρός ‘ς τη ρούγα της γούρνα φαρμακωμένη.
Επλάγιασε η Λιογέννητη ‘ς τη αργυρή της κλίνη.
Σαν ήρθαν τα μεσάνυχτα, τη σκότισαν τα μάγια.
«Μώρ’ βάγιες μου, μώρ’ ντάντες μου, μώρ’ σκλάβες του πατρός μου,
ανάψτε πράσινα κηριά και κόκκιναις λαμπάδες,
τι εσήμανε η Παντάνασσα, να πάω να προσκυνήσω.
-Κυρά, ταρνίθια δε λαλούν, καμπάναις δε σημαίνουν,
κ’ η εδική σου η εκκλησιά νε ψέλλει νε σημαίνει.
-Μπα τους πατρός μου το ψωμί ‘ς τα μάτια να σας πιάκη!»
Κ’ έτσι εσηκώθη μοναχή κ’ εβήκε ‘ς το σκοτάδι.
Μια δούλα δε την άφηκε κι’ από κοντά της πήγε.
Σαν έφτακε, σα ζύγωσε ‘ς τη μέση από το δρόμο,
εκεί της ήρθε ολίγο ο νους κι’ αρχίνησε να λέη.
«Ποιος είδε νήλιο από βραδύς κι’ άστρι το μερημέρι,
ποιος είδε τη Λιογέννητη να περπατή ‘ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη;
-Εγώ είδα νήλιο από βραδύς κι’ άστρι το μεσημέρι,
εγώ είδα τη Λιογέννητη να περπατή ‘ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη.
-Θε μου κι’ αν είμαι καθαρή, κι’ αν είμ’ εγώ παρθένο,
άστραψε και μπουμπούνιξε να χαλαστούν τα μάγια.»
Δεν άστραψε, δε βρόντηξε, δε χάθηκαν τα μάγια.
Κι’ αρχίνησε κ’ εχτύπαγε του Κωσταντή την πόρτα.
«Άνοιξε, μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι,
μ’ εβούρλισαν τα μάγια σου, κ’ ήρθα κατά τ’ εσένα.
-Ροκάνισε το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
και πιε νερό της γούρνας μου, κ’ ύστερα να σ’ ανοίξω.
-Άνοιξε, μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι,
μ’ έβούρλισαν τα μάγια σου, κ’ ήρθα κατά τ’ εσένα.
-Ροκάνισε το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
και πιε νερό της γούρνας μου, κ’ ύστερα να σ’ ανοίξω.»
-Άνοιξε, μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι,
μ’ εβούρλισαν τα μάγια σου, κ’ ήρθα κατά τ’ εσένα.
-Ροκάνισε το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
και πιέ νερό της γούρνας μου, κ’ υστέρα να σ’ ανοίξω.
Ροκάνισε το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
κ’ έπιε της γούρνας το νερό κ’ έσκασε σαν το ψάρι.
Κι’ αυτού ‘ς τα ξημερώματα ο Κωσταντής ξυπνάει.
«Μάννα, δεν ήρθε η νύφη σου, δεν ήρθε η μαυρομάτα;
-Γιε μου, δεν ήρθε η νύφη μου, δεν ήρθε η μαυρομάτα.»
Σαν εκατέβη ο Κωσταντής, σαν άνοιξε την πόρτα,
σαν είδε τη Λιογέννητη ‘ς το δρόμο ξαπλωμένη,
ψιλή φωνίτσα νέβγαλε, ψιλή φωνίτσα βγάζει.
«Σαν ήθελες, μαννούλα μου, νά χης και γιο και νύφη,
όντας σου πρωτοχτύπησε ας είχες της ανοίξη.»
Χρυσό μαχαίρι νέβγαλε απ’ αργυρό φηκάρι,
ς τον ουρανό το πέταξε, μέσ’ ς την καρδιά του πάει.
Τρεις Κερκυραϊκές παραλλαγές, παρόμοιες με αυτήν της Λιογέννητης με τον τίτλο «Η βάγια που δε θέλει το Ρηγόπουλο» καταγράφονται στους Χωρεπισκόπους και στους Σιναράδες, (η δεύτερη μάλλον κολοβή σε ό,τι αφορά το επεισόδιο1, όπως και αυτή της Λευκίμμης). Τελευταία, - τον περασμένο Οκτώβριο του 2012 - ο νυν Πρόεδρος της Εστίας Ιστορίας & Πολιτισμού Κυνοπιαστών Γιώργος Ε. Ανυφαντής και ο Γραμματέας Στέφανος Πουλημένος, με την κάμερα του Σπύρου Φ. Σκορδίλη, κατέγραψαν τμήμα αυτής της παραλογής που αποδεικνύεται πως δεν είναι άλλο από το πρώτο μέρος της «Λιογέννητης», στους Καλαφατιώνες του πρώην Δήμου Αχιλλείων Κέρκυρας. Το απέδωσαν οι 80χρονες αδελφές Φροσύνη Πολίτη – Ροή και Κατίνα Πολίτη – Πηλού, προσφέροντας μια μοναδική ερμηνεία της μελωδίας του τραγουδιού, όπως το τραγουδούσαν και το χόρευαν Απόκριες και Τρινές, πριν μερικές 10ετίες. Δείτε το!
https://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=Oj9oaaJx6Cw
Η παραλογή του Γαζιανάκη των Κυνοπιαστών, είναι μία από τις παραλλαγές του πανελλήνιου τραγουδιού με ίδιο ή παρόμοιο επεισόδιο, που όπως φαίνεται είναι το δεύτερο μέρος της «Λιογέννητης», δηλαδή συνέχεια του τραγουδιού «Η βάγια που δε θέλει το Ρηγόπουλο», το οποίο καταγράφηκε όπως αναφέραμε στους Καλαφατιώνες.
Υπενθυμίζουμε ότι Παραλογές λέγονται τα πολύστιχα αφηγηματικά τραγούδια, που αφηγούνται δραματικές καταστάσεις της ανθρώπινης ζωής, πραγματικές ή φανταστικές. Έχουν έντονο παραμυθιακό χαρακτήρα και γι’ αυτό ονομάστηκαν πλαστά.
Και Γιατζιανάκης, Γιατζιανός Γκαζιανός, είναι, κατά πάσα πιθανότητα, παράφραση του Χαρζανής δηλ. του προερχόμενου από το βυζαντινό θέμα «Χαρσανόν»13 με το ομώνυμο κάστρο, στη σημερινή κεντρική Τουρκία, ανατολικά της Άγκυρας.
Σύμφωνα με την παραλογή, ο ήρωας, προκειμένου να κερδίσει την κόρη με την οποία είναι ερωτευμένος, με τη συμβουλή μάγισσας ή γριάς ή του αλόγου του, μεταμφιέζεται σε γυναίκα και αφού μπαίνει στο σπίτι της κόρης, κοιμάται μαζί της. Το υπενθυμίζουμε όπως τραγουδήθηκε και χορεύτηκε τις Τρινές του 2012, στους Κυνοπιάστες από τον Πολυφωνικό Χορό Κυνοπιαστών «Γειτονία».
https://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=kYS6KPkYI6k
https://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=kYS6KPkYI6k