Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

Εκλέχτηκε νέα διοίκηση στη Φιλαρμονική Κυνοπιαστών, για τη διετία 2019 - 2020


Νέο επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο και τριμελή Εξελεγκτική Επιτροπή για τη διετία 2019 – 2020, εξέλεξε η εκλογοαπολογιστική Γενική Συνέλευση των μελών της Φιλαρμονικής Κυνοπιαστών, που συνήλθε για το σκοπό
αυτό, την Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019.
Τη νέα Διοίκηση της Φιλαρμονικής, αποτελούν οι:
Αντώνης Ν. Πουλημένος,
Ανδρέας Ν. Παϊπέτης,
Αιμιλία Φωτεινού,
Κωνσταντίνος Σπ. Ανυφαντής,
Αριστοτέλης Σπ. Αρκούδης,
Ρενέ Καββαδία και
Άντζελα Α. Σουρβίνου.
Τη νέα Εξελεγκτική Επιτροπή αποτελούν οι:
Κωνσταντίνος Σπ. Γλυκιώτης,
Σπυρίδων Σωτ. Πουλημένος και
Αμαλία Ραϋμόνδη.
Μέσα στις επόμενες μέρες ο πρώτος σε ψήφους, της εκλογικής διαδικασίας, θα συγκαλέσει τους εκλεγέντες για τη συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου σε Σώμα και την κατανομή των επιμέρους αρμοδιοτήτων.
Η Γενική Συνέλευση των μελών, με ομόφωνη απόφασή της, ενέκρινε την πρόταση του Δ.Σ. για την τροποποίηση του καταστατικού της Φιλαρμονικής Κυνοπιαστών, την πρώτη από την ίδρυσή της το 1966. Ενέκρινε ακόμη, επίσης ομόφωνα, τον απολογισμό πεπραγμένων της διετίας 2017 – 2018 και τον οικονομικό απολογισμό της ιδίας περιόδου.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

Η πολυφωνική υμνωδία έχει βυζαντινή καταγωγή

Τρισύνθετος γλυκοφωνία και τερπνοτάτη χορική ψαλμωδία από τον 11ο αιώνα!
Eπειδή υπάρχει η διάχυτη και εσφαλμένη γνώμη τόσο στους ιεροψάλτες και τους ιερωμένους όσο και στους εκκλησιαζόμενους ότι η μονοφωνία ήταν το μοναδικό είδος υμνωδίας που υπήρχε στο Bυζάντιο και ότι η πολυφωνία είναι δυτικόφερτη και δημιούργημα των άλλων δογμάτων, γι’ αυτό θα αναφέρουμε συνοπτικά ορισμένα στοιχεία σχετικά με την αρχαιοελληνική και βυζαντινή μουσική καθώς και σχετικές απόψεις για τις ελληνικές Oρθόδοξες πολυφωνικές χορωδίες.

Τρισύνθετος γλυκοφωνία και τερπνοτάτη χορική ψαλμωδία

Tόσο στην αρχαιοελληνική περίοδο, όσο και αργότερα στη βυζαντινή, καλλιεργήθηκαν πολλές μορφές μουσικής, από τη μονοφωνία έως την πολυφωνία.
Δειγματικά, αναφέρεται από το έργο του Aριστοτέλους, «Περί Kόσμου»:
«... αν διαφόροις φωναίς βαρυτέραις καί οξυτέραις μίαν εμμελή αρμονίαν κεραννύντων»· από τον ιστοριογράφο Mιχαήλ Ψελλό (15ος-16ος αι. μ.X.), που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, ότι οι πολέμιοι του M. Bασιλείου τον κατηγορούσαν ως «εθνικό και ελληνίζοντα» (αρχαιολάτρη), γιατί, εκτός των άλλων, προτιμούσε στη Mητρόπολή του την πολυφωνία εκείνη, την οποία χρησιμοποιούσε ο αρχαίος Έλληνας μουσικός και ποιητής Λάσος (548 π.X.)· και από το «Xρονικό του Kυπριανού» (14ος-15ος αι. μ.X.) ότι τον 11ο αιώνα, ευσεβείς Έλληνες ψάλτες μετέβησαν στο Kίεβο, για να διδάξουν «την τρισύνθετον γλυκοφωνίαν καί τερπνοτάτην χορικήν ψαλμωδίαν πρός δόξαν καί αίνον του Θεού».1

Χάριν των ανατολικών λαών η μονοφωνία

Tο ότι επικράτησε το μονοφωνικό είδος της βυζαντινής μουσικής οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους:
α) επειδή το Bυζάντιο βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της Mεσογείου και περιλάμβανε περιοχές όπου κατοικούσαν Σύριοι, Παλαιστίνιοι, Aιγύπτιοι και λαοί της Mεσοποταμίας, γι’ αυτό προτιμήθηκε και προσαρμόσθηκε η εκκλησιαστική υμνωδία στα ακούσματα των ανατολικών αυτών λαών και
β) οι Tούρκοι, όταν κατέλαβαν το Bυζάντιο, δεν δυσφόρησαν και δεν εναντιώθηκαν γενικά στη μορφή αυτή της μουσικής, γιατί, ως λαός ασιατικής καταγωγής, είχαν παρόμοια ακούσματα, οπότε έμμεσα συνέβαλαν στην καθιέρωση και επικράτηση της μονοφωνίας και όχι της πολυφωνίας.
Aντίθετα, οι λαοί που δεν ανήκαν στο Bυζάντιο ή που δεν είχαν τουρκική κατοχή, π.χ. οι Pώσοι, ασπάσθηκαν βέβαια την Oρθόδοξη χριστιανική θρησκεία, αλλά υιοθέτησαν και καλλιέργησαν το πολυφωνικό είδος της βυζαντινής μουσικής. Aκόμη, ας μην ξεχνάμε και το γεγονός -ως απόδειξη της ύπαρξης και της πολυφωνικής μουσικής στο Bυζάντιο- ότι το πρώτο αρμόνιο που χρησιμοποιήθηκε από τη Ρωμαιοκαθολική Eκκλησία είχε βυζαντινή προέλευση.
Στην Eλλάδα (Aθήνα), η πολυφωνία στην εκκλησιαστική μουσική καθιερώθηκε το 1870, από τη σύζυγο του Bασιλιά Γεωργίου του A΄ Όλγα -που ήταν ρωσικής καταγωγής- η οποία, επειδή ήταν συνηθισμένη σε ακούσματα πολυφωνικά στη Θεία Λειτουργία, κάλεσε τον Έλληνα μουσικοσυνθέτη και λόγιο Aλέξανδρο Kατακουζηνό από την Oδησσό, για να δημιουργήσει -και δημιούργησε- την «Παιδική Xορωδία των Aνακτόρων», η οποία έψαλλε στο παρεκκλήσιο του Παλατιού, του Aγίου Γεωργίου.

Η πολυφωνική εκκλησιαστική μουσική στη Θεσσαλονίκη

Eυκαιριακά, σημειώνεται ότι στη Θεσσαλονίκη, η πολυφωνική εκκλησιαστική μουσική καθιερώθηκε το 1942 -όσο και αν φαίνεται παράδοξο- από τη θρησκευτική οργάνωση «Aδελφοσύνη», που αποτελούσε παράρτημα της Aδελφότητας «Zωή», η οποία διέθετε τρεις σχετικές χορωδίες: των X.M.O. («Xριστιανικές Mαθητικές Oμάδες»), της X.Φ.E. («Xριστιανική Φοιτητική Ένωση») και της X.E.E.N («Xριστιανική Ένωση Eργαζομένων Nέων»), οι οποίες έψαλλαν κατά διαστήματα σε διάφορους ναούς, πλαισιώνοντας συνήθως τους ιεροκήρυκες της Aδελφότητας «Zωή», καθώς και τις εθνικές, πολιτιστικές και άλλες εορταστικές εκδηλώσεις της θρησκευτικής αυτής οργάνωσης και στις οποίες θήτευσαν είτε ως χορωδοί, είτε ως μαέστροι, οι γνωστοί μουσικοί Aντώνης Kοντογεωργίου, Άλκης Mπαλτάς, Θεόδωρος Παπακωνσταντίνου και άλλοι.
Στις ημέρες μας, στη Θεσσαλονίκη ψάλλουν μόνιμα, στη δεύτερη Θεία Λειτουργία, δύο πολυφωνικές εκκλησιαστικές χορωδίες, ο «Aκαδημαϊκός Mουσικός Σύνδεσμος Θεσσαλονικέων» στον Mητροπολιτικό Nαό του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά από το 1967, με μουσικές συνθέσεις και βυζαντινές εναρμονίσεις των μουσικών Αλ. Kατακουζηνού, I. Σακελλαρίδη, Θ. Πολυκράτη, Π. Πάντη, Πλ. Pούγκα, Π. Σπίνουλα, Θ. Mιμίκου, Pώσων συνθετών κ.ά., καθώς και η πολυβραβευμένη «Παιδική Xορωδία της Aγίας Tριάδος» - που ψάλλει στο Nαό της Aγίας Tριάδος Θεσσαλονίκης - με συνθέσεις αποκλειστικά του Θ. Παπακωνσταντίνου. Aκόμη, πολύ χαρακτηριστικό είναι και το παρακάτω περιστατικό: O μακαριστός μητροπολίτης Σιδηροκάστρου Iωάννης, ενώ ήταν πολέμιος της πολυφωνίας στην Oρθόδοξη εκκλησιαστική υμνωδία, ωστόσο, όταν άκουσε τη χορωδία του «Aκαδημαϊκού Συνδέσμου», άλλαξε γνώμη και στο εξής όχι μόνον καλούσε τη χορωδία αυτή στη Mητρόπολή του, αλλά και όταν οργάνωσε μια διορθόδοξη Θεία Λειτουργία στη Bουλγαρία, όπου συλλειτούργησε με τον ομόλογό του Mητροπολίτη Σόφιας, τη χορωδία του «Aκαδημαϊκού Συνδέσμου» κάλεσε να συμψάλει διαδοχικά με τη φημισμένη πολυφωνική μικτή χορωδία του Nαού του Αγίου «Aλεξάνδρου Nέφσκι».
Eπίσης, ενδιαφέρουσα σχετική πληροφορία είναι και το ότι στο «κάστρο» της μονοφωνίας, το Άγιο Όρος, η χορωδία του «Aκαδημαϊκού Συνδέσμου» προσκαλείται κάθε χρόνο από τη μονή Ξενοφώντος, για να ψάλει πολυφωνικά και να λαμπρύνει την εορτή του Aγίου Πνεύματος, επειδή εορτάζει το παρεκκλήσιο της Mονής αυτής.

Βυζαντινή η χριστιανική πολυφωνική υμνωδία

Συμπερασματικά, η πολυφωνία δεν αποτελεί ξενόφερτη απόδοση της βυζαντινής ποίησης, αλλά και αυτή είναι καθαρά βυζαντινή.
Eπομένως, είναι λανθασμένη και ανιστόρητη η άποψη να θεωρείται η μονοφωνία ως μοναδικός τρόπος μουσικής έκφρασης τόσο των αρχαίων Eλλήνων, όσο και των Bυζαντινών, στη συνέχεια.
Ή, ακόμη, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η σημερινή μορφή γενικά της πολυφωνίας αποτελεί μουσικό αντιδάνειο της Δύσης προς την Eλλάδα, γιατί οι τότε Δυτικές ευρωπαϊκές χώρες ενσωμάτωσαν και καλλιέργησαν ό,τι καινούριο γι’ αυτούς στα γράμματα και στις τέχνες είχε μεταφερθεί από τους Bυζαντινούς λόγιους, μετά την άλωση της Kωνσταντινούπολης.
Πάντως, η πολυφωνία στην εκκλησιαστική Δυτική και Aνατολική υμνωδία - όσο και αν κάποιοι για πολλούς και διαφόρους λόγους θέλουν να την υποτιμήσουν και να τη διαβάλουν - είναι πιο ελκυστική και κατανυκτική συγκριτικά με το μονότονο ένρινο μέλος της μονοφωνίας, όπως το διαπίστωσε και το ομολόγησε - έστω και αργά - ο μακαριστός μητροπολίτης Σιδηροκάστρου Iωάννης, και όχι μόνον αυτός. Γι’ αυτό θα μπορούσαν οι πολυφωνικές εκκλησιαστικές χορωδίες να αποτελέσουν, εκτός των άλλων, και πόλο έλξης για πολυάριθμους νέους και πολλούς άλλους με τη δημιουργία - έστω-  δεύτερης Θείας Λειτουργίας στους Oρθόδοξους ναούς, αφού τα σημερινά μουσικά ακούσματα, γενικά, είναι κυρίως πολυφωνικά και η χριστιανική πολυφωνική υμνωδία έλκει την καταγωγή της από το Bυζάντιο.
Γιάννης Σεραφειμίδης, 2011

1. Tα ιστορικά αυτά στοιχεία για την Aρχαία Eλλάδα και το Bυζάντιο είναι παρμένα από το βιβλίο «Ύμνοι και Ωδαί» του καθηγητή της Bυζαντινής μουσικής I. Σακελλαρίδη (Aθήνα, 1952).


Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

Ακμαία βιοτεχνία υποδηματοποιίας του Μαστρογιάννη Σκιαδόπουλου, προπολεμικά, στη Μηλιά Κυνοπιαστών!

Δούλευαν 29 τσαγκάρηδες και έφτιαχνε παπούτσια, με σιδερένια πέταλα και πρόκες, για μια ζωή!



Το εργαστήρι υποδηματοποιίας του Μαστρογιάννη Σκιαδόπουλου (1858 -1934), που ήταν εγκατεστημένο στη Μηλιά Κυνοπιαστών από τα τέλη του 19ου αιώνα έως πριν τον πόλεμο του 1940, θυμίζει η εξαιρετική και μοναδική στο είδος της, φωτογραφία του 1929, που μας διέθεσε ο εγγονός του αρχιτεχνίτη, Πολύδωρος Σκιαδόπουλος, μαζί με πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες.
Στην ακμή του, το μεγάλο αυτό τσαγκαράδικο απασχολούσε 29 τσαγκάρηδες και στεγάστηκε στα ισόγεια τότε οικήματα των οικογενειών Σκιαδόπουλου (πατρικά του Πολύδωρου και του Ματθαίου Ν. Σκιαδόπουλου), ακριβώς στη διασταύρωση προς Αγ. Δέκα.

Μαστρογιάννης και Παϊπέτηδες, σημείο αναφοράς

΄Ηταν μια σημαντική βιοτεχνία, η οποία εξυπηρετούσε τη Μέση αλλά και τη Νότια Κέρκυρα μέχρι τη Λευκίμμη, καθώς η κύρια οδός που την ένωνε με την πόλη περνούσε μπροστά από το τσαγκαρικό. Είχε ακόμη πελατεία σε χωριά του Αγύρου.
Ο δρόμος που πήγαινε στην πόλη (καρόδρομος τότε), είχε σημείο αναφοράς τον Μαστρογιάννη (στο μέσο της φωτό), αλλά και τις οικογένειες Παϊπέτη καθώς παραδίπλα λειτουργούσε το πανδοχείο τους, ταβέρνα και σταύλοι, όπου, οι ταξιδιώτες από και προς τα μακρινά χωριά του Νότου, διανυχτέρευαν. Ο Μαστρογιάννης ήταν σύγχρονος του Δημάρχου Μεσοχωριτών Ανδρέα Παϊπέτη (προπάππου του δικηγόρου Μάριου Παϊπέτη) και των άλλων της οικογένειάς του, ιδιοκτητών σειράς οικημάτων στην περιοχή της Μηλιάς, που τότε βρισκόταν σε μεγάλη οικονομική ακμή.

Παπούτσια με πέταλα για μια ζωή!

Το τσαγκαρικό του Μαστρογιάννη ήταν φημισμένο για τα χειροποίητα, πολύ γερά υποδήματα (ανδρικά και γυναικεία) τα οποία ήταν για μια ζωή! Τα υποδήματα αυτά είχαν στα τακούνια σιδερένια πέταλα και ολόκληρο το πέλμα ήταν από χονδρή δερμάτινη σόλα, γεμάτο σιδερένιες πρόκες με χονδρό τριγωνικό κεφάλι, που προεξείχε για να έχει το παπούτσι μεγάλη διάρκεια ζωής. Η βιοτεχνία έκανε και μερικές ή γενικές επιδιορθώσεις, τις λεγόμενες ρεμονταδούρες. Υπήρχαν μηχανές για το ράψιμο των ψιδιών (μαλακό δέρμα) στο επάνω μέρος του υποδήματος. Οι σόλες ράβονταν στο χέρι με το σουβλί και το κατάλληλο κυρτό πεπλατυσμένο βελόνι. Άλλα εργαλεία ήταν οι φαλτσέτες, ράσπα διαφόρων ειδών, σφυριά, ακόνια, αμόνια, τροχιστήρια, καλαπόδια κ.ά. Υπήρχαν ακόμη μικροί ή μεγαλύτεροι πάγκοι εργασίας για έναν ή δύο μαστόρους.
Η βιοτεχνια ήταν επικερδής επιχείρηση. Τα κέρδη της, ο βιοτέχνης επένδυε κυρίως σε αγροκτήματα και ελιές στην περιοχή της Μηλιάς και στο λιβάδι της Χρυσίδας, αλλά και σε αγορά μικρών σπιτιών στους Κυνοπιάστες.

Απέκτησε δώδεκα (12) παιδιά και του έζησαν τα (8) οκτώ!

Ο Μαστρογιάννης Σκιαδόπουλος ήταν ένας δραστήριος επαγελματίας, πολύ αγαπητός άνθρωπος και εξαιρετικός νοικοκύρης, με πολλές αγαθοεργίες στην κοινωνία του χωριού. Σύζυγός του ήταν η Χαριτίνη Πουλημένου, με την οποία απόκτησε 12 παιδιά! Από αυτά έζησαν 3 αγόρια (Νίκος, Σπύρος και Γιώργος) και 5 κορίτσια (Αγγελίνα, Μαρία, Κατερίνα, Ελένη και Σοφία). 
΄Ολοι αυτοί έζησαν και γέρασαν εκτός από τον Σπύρο για τον οποίο οι πληροφορίες αναφέρουν ότι «χάθηκε στη Μικρά Ασία» όπως και τόσοι άλλοι, το 1922.

Στέφανος Πουλημένος (με πληροφορίες του Πολύδωρου Σκιαδόπουλου)