Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου στους Κυνοπιάστες, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία των Γενικών Αρχείων Κέρκυρας, υπάρχει τουλάχιστον από τον 15ο αιώνα.
Στο βιβλίο του εκλεκτού φίλου, Αγιοπροκοπίτη ερευνητή και συγγραφέα, Σπύρου Χρ. Καρύδη, κατά τον 16ο αιώνα για την εκκλησία δεν υπάρχουν στοιχεία που να φωτίζουν την ιστορία της. Σε εκκλησιαστικό κατάστιχο του 1635, η εκκλησία του Αγίου Νικολάου αναφέρεται ως ιδιόκτητη αλλά με ενοριακή χρήση, στα 1753 ως ιδιόκτητη και στα 1820 ως συναδελφικός ενοριακός ναός. Στα 1851 επαναλαμβάνεται ο χαρακτηρισμός της ως συναδελφικού ναού με 38 μέλη.
.
Εδώ καταγράφει την εκκλησία της Υ.Θ. Ελεούσας, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου κι έρχεται η σειρά της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου την οποία περιγράφει ως εξής: «Ο Αγιος Νικόλαος γιους (κληρονομιά) του παπα Σπύρου Βλασσόπουλου. ΄Εχει μόνον το ταμπερνάκουλον, ποτήριον δισκάριον αστερίσκον στάγγινα, λαβίδα ασιμένια, λόγχη ασιμένια, αντιμίνσιον, λειτουργία, εμπόλιαις δύο, τρία καντίλια μπρούτζινα και θυμιατόν μπρούτζινο, δίσκον ξύλινον. Μία μούδα ιερά μεταξωτά με στιχάρι πάνινο. Δεν έχει καντιλιέρηδες, ούτε βιβλία ούτε το κατασάρκη».*
Με το όποιο καθεστώς στην ιδιοκτησία και τη λειτουργία της, η εκκλησία αυτή είναι συνδεδεμένη με τις οικογένειες Δαφνή και Αρκούδη, καθώς στον περίβολό της υπήρχε κοιμητήριο και γινόταν εκεί ο ενταφιασμός τους, οι δε οικογένειες αυτές κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, δεν συμμετέχουν στα της διοίκησης των άλλων εκκλησιών του χωριού.
Κατά την περίοδο 1926 – 27, οι κοινοτικές και εκκλησιαστικές αρχές του χωριού αποφασίζουν την κατάργηση των κοιμητηρίων τόσο της κεντρικής ενοριακής εκκλησίας της Υ.Θ. Ελεούσας, όσο και του συναδελφικού ναού του Αγίου Ιωάννη που βρίσκονταν στο κέντρο του οικισμού και την μετακομιδή των λειψάνων σε επέκταση προς τα βόρεια - βορειοδυτικά του ναού του Αγίου Νικολάου, εκεί δηλαδή που βρίσκεται σήμερα το ενιαίο κοιμητήριο των Κυνοπιαστών.
Το πρώτο τμήμα του ωστόσο, στο αριστερό της εισόδου, παραμένει για την αποκλειστική χρήση των οικογενειών Δαφνή και Αρκούδη.
Το κοιμητήριο της εκκλησίας της Υ.Θ. Ελεούσας, βρισκόταν στο τμήμα της πλατείας του χωριού με τα παλαιά της δένδρα (ευκάλυπτοι, μελικουκιά και φτελιάς) το δε κοιμητήριο της εκκλησίας του Αγ. Ιωάννη βρισκόταν στο σημερινό χώρο των εκδηλώσεων (βόρεια της εκκλησίας).
Η πλήρης ανακομιδή των λειψάνων γίνεται στα 1932 και τοποθετούνται σε κενοτάφιο καλυμμένο με πέτρινη πλάκα στην οποία είναι χαραγμένη και η σχετική επιγραφή.
Εβδομήντα χρόνια μετά, η ενιαία από τις αρχές του 20ου αιώνα, Ενορία του Χωριού, αποφασίζει την επέκταση του ναού του Αγ. Νικολάου κατά πλάτος και καθ’ ύψος. Κατά την εκσκαφή των θεμελίων της επέκτασης αποκαλύπτεται η ύπαρξη παλαιών κεραμοσκεπών τάφων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσαν ακόμη και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία κάτοικοι του χωριού.
Κλήθηκαν ειδικοί της Εφορείας Αρχαιοτήτων που αποφάνθηκαν ότι πρόκειται για τάφους της περιόδου της Ενετοκρατίας (1386 – 1797) χωρίς ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Τα έργα επέκτασης του ναού εκτελούνται και οι τάφοι καλύπτονται.
Από την παλιά εκκλησία του Αγίου Νικολάου διατηρούνται πλέον μεγάλα τμήματα της πέτρινης τοιχοποιίας, η κόγχη του Ιερού, μερικές εικόνες, ο πέτρινος διάκοσμος της κεντρικής εισόδου, το πανέμορφο πέτρινο καμπαναριό και οι δύο κολώνες με τα σκαλιστά κιονόκρανά τους στην είσοδο του κοιμητηρίου.
Η εκκλησία γιορτάζει στην μνήμη του Αγίου Νικολάου στις 6 Δεκεμβρίου και την παραμονή, στον εσπερινό διαβάζεται το συναξάρι του Αγίου.
Οι πιστοί στις παραδόσεις συγχωριανοί, φτάχνουν και μοιράζουν “σπερνά” ενώ οι τηγανίτες έχουν την τιμητική τους.
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου είναι συνδεδεμένη, στη συνείδηση των κατοίκων του χωριού, με την τελευταία τους κατοικία. Για την περίπτωση που κάποιον τον καταβάλλουν τα βάσανα της ζωής, επινοήθηκε ο, γνωστός στο χωριό, στίχος:
Στο βιβλίο του εκλεκτού φίλου, Αγιοπροκοπίτη ερευνητή και συγγραφέα, Σπύρου Χρ. Καρύδη, κατά τον 16ο αιώνα για την εκκλησία δεν υπάρχουν στοιχεία που να φωτίζουν την ιστορία της. Σε εκκλησιαστικό κατάστιχο του 1635, η εκκλησία του Αγίου Νικολάου αναφέρεται ως ιδιόκτητη αλλά με ενοριακή χρήση, στα 1753 ως ιδιόκτητη και στα 1820 ως συναδελφικός ενοριακός ναός. Στα 1851 επαναλαμβάνεται ο χαρακτηρισμός της ως συναδελφικού ναού με 38 μέλη.
.
Η απογραφή του Μεγάλου Πρωτόπαπα
.
Στα 1753, ο Μέγας Πρωτόπαπας της Κέρκυρας Σπυρίδων Βούλγαρης, με εντολή της Ενετικής Διοίκησης, διενεργεί απογραφή των εκκλησιών της Κέρκυρας. Κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του ιδίου έτους, επισκέπτεται την περιοχή της Επαρχίας «Ανω Μέσης». Περνάει καταγράφοντας τις εκκλησίες, από τη Μπενίτζα, το Σταυρό, τους Αγίους Δέκα, το Γαστούρι και φτάνει στους Κυνοπιάστες.Εδώ καταγράφει την εκκλησία της Υ.Θ. Ελεούσας, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου κι έρχεται η σειρά της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου την οποία περιγράφει ως εξής: «Ο Αγιος Νικόλαος γιους (κληρονομιά) του παπα Σπύρου Βλασσόπουλου. ΄Εχει μόνον το ταμπερνάκουλον, ποτήριον δισκάριον αστερίσκον στάγγινα, λαβίδα ασιμένια, λόγχη ασιμένια, αντιμίνσιον, λειτουργία, εμπόλιαις δύο, τρία καντίλια μπρούτζινα και θυμιατόν μπρούτζινο, δίσκον ξύλινον. Μία μούδα ιερά μεταξωτά με στιχάρι πάνινο. Δεν έχει καντιλιέρηδες, ούτε βιβλία ούτε το κατασάρκη».*
Η συνένωση των τριών κοιμητηρίων
Κατά την περίοδο 1926 – 27, οι κοινοτικές και εκκλησιαστικές αρχές του χωριού αποφασίζουν την κατάργηση των κοιμητηρίων τόσο της κεντρικής ενοριακής εκκλησίας της Υ.Θ. Ελεούσας, όσο και του συναδελφικού ναού του Αγίου Ιωάννη που βρίσκονταν στο κέντρο του οικισμού και την μετακομιδή των λειψάνων σε επέκταση προς τα βόρεια - βορειοδυτικά του ναού του Αγίου Νικολάου, εκεί δηλαδή που βρίσκεται σήμερα το ενιαίο κοιμητήριο των Κυνοπιαστών.
Το πρώτο τμήμα του ωστόσο, στο αριστερό της εισόδου, παραμένει για την αποκλειστική χρήση των οικογενειών Δαφνή και Αρκούδη.
Το κοιμητήριο της εκκλησίας της Υ.Θ. Ελεούσας, βρισκόταν στο τμήμα της πλατείας του χωριού με τα παλαιά της δένδρα (ευκάλυπτοι, μελικουκιά και φτελιάς) το δε κοιμητήριο της εκκλησίας του Αγ. Ιωάννη βρισκόταν στο σημερινό χώρο των εκδηλώσεων (βόρεια της εκκλησίας).
Η πλήρης ανακομιδή των λειψάνων γίνεται στα 1932 και τοποθετούνται σε κενοτάφιο καλυμμένο με πέτρινη πλάκα στην οποία είναι χαραγμένη και η σχετική επιγραφή.
Η επέκταση της εκκλησίας
Εικόνα του Χριστού (1772) |
Κλήθηκαν ειδικοί της Εφορείας Αρχαιοτήτων που αποφάνθηκαν ότι πρόκειται για τάφους της περιόδου της Ενετοκρατίας (1386 – 1797) χωρίς ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Τα έργα επέκτασης του ναού εκτελούνται και οι τάφοι καλύπτονται.
Από την παλιά εκκλησία του Αγίου Νικολάου διατηρούνται πλέον μεγάλα τμήματα της πέτρινης τοιχοποιίας, η κόγχη του Ιερού, μερικές εικόνες, ο πέτρινος διάκοσμος της κεντρικής εισόδου, το πανέμορφο πέτρινο καμπαναριό και οι δύο κολώνες με τα σκαλιστά κιονόκρανά τους στην είσοδο του κοιμητηρίου.
Η εκκλησία γιορτάζει στην μνήμη του Αγίου Νικολάου στις 6 Δεκεμβρίου και την παραμονή, στον εσπερινό διαβάζεται το συναξάρι του Αγίου.
Οι πιστοί στις παραδόσεις συγχωριανοί, φτάχνουν και μοιράζουν “σπερνά” ενώ οι τηγανίτες έχουν την τιμητική τους.
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου είναι συνδεδεμένη, στη συνείδηση των κατοίκων του χωριού, με την τελευταία τους κατοικία. Για την περίπτωση που κάποιον τον καταβάλλουν τα βάσανα της ζωής, επινοήθηκε ο, γνωστός στο χωριό, στίχος:
΄Αγιε Νικόλα γείτονα, να μ’ έπαιρνες να γλύτωνα.
Στέφανος Πενηντάρχου Πουλημένος
* Το κείμενο αυτό περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Κατωγαρουνιάτη καθηγητή και συγγραφέα Δημήτρη Καπάδοχου, «Ναοί και Μοναστήρια Κέρκυρας, Παξών και Οθωνών, στα μέσα του 18ου αιώνα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου