ΤΑ
ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ ΛΑΪΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
Απόσπασμα από το βιβλίο του Στέφανου Πουλημένου,
«Τα τραγούδια της Κέρκυρας, μέσα από τα λαϊκά δρώμενα και τις παραδόσεις της»
Παρωδία γάμου στα αποκριάτικα δρώμενα των Αυλιωτών. Φωτό από το αρχείο της Βιβλιοθήκης Αυλιωτών.
H
|
περίοδος της αποκριάς ήταν εδώ και αιώνες και παραμένει μια πρώτης τάξης
ευκαιρία για ξεφάντωμα των Κερκυραίων στην πόλη και στην ύπαιθρο.
Στην
πόλη, κατά την μακρά περίοδο της Ενετοκρατίας, οι ξένοι κυρίαρχοι του νησιού
και οι φορείς της τοπικής εξουσίας είχαν τον πρώτο και τελευταίο λόγο στη
διοργάνωση των εκδηλώσεων του επίσημου εορτασμού.
Επίσημα γεύματα, θεατρικές παραστάσεις και όπερα,
οργανωμένοι χοροί και η γκιόστρα (ιππικοί αγώνες) γίνονταν με την αποκλειστική
ευθύνη της βενετικής διοίκησης και ήταν υπόθεση των μελών της κυρίαρχης τάξης.
Ο λαός περιοριζόταν κατά κανόνα, σε ρόλο παρατηρητή έως ενθουσιώδη χειροκροτητή.
Ακόμη και όταν μεταμφιέζονταν δίνοντας την αίσθηση ενός λαϊκού ξεφαντώματος, η
Γαληνοτάτη φρόντιζε να αποτρέψει ό,τι απειλούσε να διαταράξει την τάξη των
πραγμάτων, που με τόση επιμέλεια και επιμονή είχε προσπαθήσει να τους
μεταδώσει.[1]
Η μάσκα, για τα λαϊκά στρώματα της πόλης, ήταν ένα μέσο πρόσκαιρης
επανισορρόπησης των κοινωνικών ανισοτήτων και έδινε ευκαιρίες αθυρόστομης
κριτικής τους. Το καρναβάλι, όμως, με τις εκδηλώσεις στις οποίες
πρωταγωνιστούσαν τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, επιβεβαίωνε για μια ακόμη φορά
την πυραμίδα μιας ιεραρχίας, κοινωνικής και πολιτικής, που ήταν ακλόνητο
δημιούργημα της ενετοκρατίας.
Έτσι, η περίοδος αυτή, με τη χρήση, όπως ήταν
επόμενο, μελωδιών εισαγωγής, πάντα στη γλώσσα των ξένων κυρίαρχων, δεν κατέλειπε
στοιχεία που να μπορεί κανείς να τα αναγνωρίσει σήμερα και να τα κατατάξει στη
λαϊκή μουσική παράδοση της Κέρκυρας.
Τα πράγματα άρχισαν να διαφοροποιούνται στην πόλη,
κατά τον 19ο αιώνα, όταν η επικοινωνία του πληθυσμού της με την ύπαιθρο και
τους κατοίκους της, αυξήθηκε κατακόρυφα. Τότε, όπως ήταν φυσικό, παράλληλα με
την υποχώρηση της εξουσίας των ευγενών και τη δυναμική άνοδο της αστικής τάξης,
μπήκαν σιγά – σιγά από την ύπαιθρο στις αποκριάτικες εκδηλώσεις της πόλης και
στοιχεία Διονυσιακά, με δρώμενα συνδεδεμένα με το βλαστικό χρόνο, δρώμενα που
επιβιώνουν ως τις μέρες μας.
Οι απόκριες στην ύπαιθρο
Κοιτίδα, ωστόσο, των παραδόσεων που περιλαμβάνουν
τραγούδια και χορούς, παραμένει η ύπαιθρος, όπου ζουν πάνω από τα 3/4 του
πληθυσμού του νησιού και ομάδες κατοίκων των χωριών, οργανώνουν παραστάσεις
κατά τις εμπνεύσεις τους, με έντονα σατυρικό χαρακτήρα, χωρίς τον ασφυκτικό
έλεγχο των αρχών.
Αποκριάτικη πομπή με το βασιλιά καρνάβαλο στον Αγ. Ματθαίο, περί το 1970. Φωτό αρχείου Κώστα Δ. Ανδριώτη.
Η «ιερά άροσις» συνδεμένη με το βλαστικό χρόνο, στα αποκριάτικα δρώμενα των Αυλιωτών, το 1987. Φωτό αρχείου Βιβλιοθήκης Αυλιωτών.
Η "ιερά άροσις" στα αποκριάτικα δρώμενα των Αργυράδων. Φωτό από το βιβλίο του Ο.Κ. Κλήμη "Δρώμενα έθιμα του Κερκυραϊκού λαού"
Η «ιερά άροσις» συνδεμένη με το βλαστικό χρόνο, στα αποκριάτικα δρώμενα των Αυλιωτών, το 1987. Φωτό αρχείου Βιβλιοθήκης Αυλιωτών.
Η "ιερά άροσις" στα αποκριάτικα δρώμενα των Αργυράδων. Φωτό από το βιβλίο του Ο.Κ. Κλήμη "Δρώμενα έθιμα του Κερκυραϊκού λαού"
Η
θεματολογία τους είχε σαφή Διονυσιακό χαρακτήρα και σχετιζόταν με το τέλος
του παλιού και την αρχή του νέου βλαστικού χρόνου, έπαιρνε δε συχνά τη μορφή
παρωδίας γάμου, παρωδίας δίκης, παρωδίας κηδείας κ.α. Αξιοποιούνταν παράλληλα
και θέματα από την καθημερινή ζωή των χωριών, όπως η γέννα μιας γριάς νύφης, η
άσκηση της χειρουργικής ιατρικής με αγροτικά εργαλεία, η επίσκεψη
γαϊδουροκαβαλάρηδων πολιτευτών που υπόσχονταν τα πάντα για να αποσπάσουν τις
ψήφους τους.
Οι Γενίτσαροι στα αποκριάτικα δρώμενα των Κυνοπιαστών, το 1957. Φωτό αρχείου Εστίας Ιστορίας & Πολιτισμού Κυνοπιαστών. |
Από
τα αποκριάτικα δρώμενα στην ύπαιθρο δεν έλειπαν η κρασοκατάνυξη, τα μεγάλα
φαλλικά ομοιώματα, οι βωμολοχίες, το πασάλειμμα με καπνιές (γανιές), η χρήση
αυτοσχέδιων προσωπίδων, ντύσιμο με προβιές αιγοπροβάτων, με κουδούνια και
κέρατα, όπως επίσης και τα στοιχεία οξείας κριτικής και αμφισβήτησης των
αρχόντων που είχαν, κατά κανόνα, την… τιμητική τους.
Αξιοσημείωτα
είναι, επίσης, τα δρώμενα των κουδουνοφόρων βλάχων με το βλαχόξυλο στους
Αργυράδες και ευρύτερα στη νότια Κέρκυρα[2]
και η «ιερά» άροση με το άροτρο που σέρνουν μεταμφιεσμένοι ως υποζύγια
ιδιαίτερα στους Αργυράδες και στους Αυλιώτες, οι κουκούγεροι και οι γενίτσαροι
με τις μπούλες, που αναφέρονται σήμερα κυρίως στη βόρεια Ελλάδα.
Ο
Γερ. Χυτήρης αναφέρεται και σε έναν «άσεμνο» χορό που συνήθιζαν να τον χορεύουν
«στην περιφέρεια του Πάνω Αγύρου» και τον ονόμαζαν «κωλοδαρτό»[3].
Χορό τον οποίο οι νεότεροι ταυτίζουν με τον πανελλήνιο τραγούδι και χορό της
περιόδου της αποκριάς με τον τίτλο «Πώς
το τρίβουν το πιπέρι». Τελευταία αναφορά στο χορό αυτό γίνεται στο Σκριπερό
το 1987, στα αποκριάτικα δρώμενα της Κυριακής της Τυρινής (Τρινές).[4]
Και ενώ τα δρώμενα αυτά ήταν, κατά κανόνα, υπόθεση
των ανδρών, οι γυναίκες είχαν τις δικές τους αποκριάτικες συναθροίσεις κατά
γειτονιές, είτε στην ύπαιθρο, αν το επέτρεπε ο καιρός, είτε σε σπίτια,
λουτρουβιά ή κατώγια, όπου τραγουδούσαν και χόρευαν πολλές φορές ως τα
μεσάνυχτα, χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων.
Τα παμπάλαια ακριτικά βυζαντινά τραγούδια και οι
παραλογές (Ο Κωνσταντίνος ο μικρός, ο Γαζιανάκης, απάνω στ’ αηδονόβουνο κ.ά.) έχουν
κυρίαρχη θέση στις συναθροίσεις αυτές, αποδιδόμενα ως τραγουδιστοί χοροί, με
την πρωτοχορεύτρια ν’ αποδίδει τον 15σύλλαβο, συχνά ιαμβικό στίχο και το χορό
να επαναλαμβάνει με ταυτόχρονη αργή χορευτική κίνηση, με τις γυναίκες
χειροπιασμένες σε κύκλο. Πρόκειται για
μια μορφή συρτού χορού, με βηματισμούς που ποικίλουν από χωριό σε χωριό.
Στ’ ακριτικά και τις παραλογές προστίθενται και
σατυρικά αποκριάτικα τραγούδια που είναι, κατά κανόνα, συνθέσεις αυτοτελών
δίστιχων, με περιπαιχτικούς διαλόγους, οι οποίοι βγάζουν γέλιο και χαρά. Σε
μερικές περιπτώσεις τραγουδούνται και νεότερα αφηγηματικά τραγούδια στη
θεματολογία της αποκριάς. Και αυτά αποδίδονται με τον ίδιο τρόπο, ως
τραγουδιστοί χοροί.
Η γυναικεία υπόθεση των τραγουδιστών χορών, δεν αργεί
να κεντρίσει το ενδιαφέρον και των ανδρών, που αρχίζουν να χορεύουν μαζί με τις
γυναίκες, ή να έχουν τους δικούς τους ξεχωριστούς χορούς, με ιδιαίτερα
τολμηρούς στίχους, στο πνεύμα πάντα των αποκριάτικων δρώμενων του νησιού.
Εκτός από τα ακριτικά και τις παραλογές, που έχουν
ήδη παρουσιαστεί σε ξεχωριστά κεφάλαια, παρατίθενται στη συνέχεια μερικά από τα
καθαρά αποκριάτικα στο περιεχόμενό τους τραγούδια, όπως αυτά διασώζονται ως τις
μέρες μας.
Αποκριάτικος σκωπτικός
τραγουδιστός χορός, σε καφενείο στους Αυλιώτες, το 1960. Φωτό από το αρχείο της
Βιβλιοθήκης Αυλιωτών.
Τούτες οι μέρες τό
΄χουνε
Τραγουδιστός Χορός - Εκδοχή Αυλιωτών[5]
Τούτες οι μέρες τό ΄χουνε,
τούτες οι δυό βδομάδες, (δις)
να τραγουδάνε τα παιδιά, να
χαίροντ’ οι μανάδες. (δις)
Καλώς την τη σαρακοστή, την
Καθαρά Δευτέρα,
Γεια σου ξανθέ μου άγγελε,
γλυκιά μου περιστέρα.
Αγγέλοι δώστε μου φτερά και
δύναμη τσι πλάτες
Να προβατώ να κυνηγώ ξανθιές
και μαυρομάτες
Τσ’ Απόκριες και τσι Τρινές
και των Αγιών Θοδώρων
σου κάμανε την προξενιά μωρή παλιοκοτζώρω.
Την προξενιά μου κάματε κι
εγώ τηνε χαλάω,
τον πρώτο μου αγαπητικό δεν
τον αλησμονάω
Κουμπάρε φάε λάχανα και πιές
από τον μπότη,
κι αν δεν σ’ αρέσει το φαϊ,
φάε και παλιοχόρτι
Θυμάσαι που ερίξαμε του
κάλυβα την πόρτα,
και σα δαμάλια κρούζαμε απάνω
στα μπαλότα
Ορέ κοντοπαλίκαρο με τσι
λιανές αρίδες,
στο λουτρουβιό δε σ’ ήθελα να
πλένεις τσι σφυρίδες,
μα σ’ ήθελα τ’ ανάσκελα σα
στέκεις να στο πιάνω
το κατσαρό γενάκι σου κι
ύστερ’ ας αποθάνω.
Καλώς την τη σαρακοστή με τα
λαχανικά της
και με τσι πρασουλίδες της
και με τα γυαλικά της.
Και δω που τραγουδήσαμε,
σήμερα και του χρόνου,
η συντροφιά κι οι ακροατές να
ζήσουν πολλούς χρόνους
Εκδοχή Πέλεκα
Τσ’
απόκριες και τσι τρινές και των Αγιών Θοδώρων
Σ’
ένα σπιτάκι του χωριού πήγα να τραγουδήσω
Το
νοικοκύρη του σπιτιού να τον ευχαριστήσω
Και
να του ‘πω τι έπαθα όταν ‘μουνα παιδάκι
Τα
βάσανα που έπαθα ώσπου να πιάσω αγάπη.
Ήταν
μια κόρη όμορφη, ξανθή, γαλανομάτα,
Το
λυγερό της το κορμί, τα δυο γλυκά της μάτια
Μου ‘σκίσαν
την καρδούλα μου σε τέσσερα κομμάτια
Ήταν
συνάμα εύπορη, καλής οικογενείας
Καθώς
και άλλοι μού ΄διναν καλάς πληροφορίας
…………………………………………………………………………………………………………………
Τραγουδιστός χορός – Εκδοχή Σιναράδων
1. Συρτός χορός
Μέσ’ τση πα… μεσ’ τση παπαδιάς τ’ αμπέλι
(α’ φωνή)
Μέσ’ τση πα… μεσ’ τση παπαδιάς τ’ αμπέλι
(χορός)
2. Με σταυρωτό πήδημα
μέσ’ τση παπαδιάς τ’ αμπέλι, έμαθ’ ο
λα(γ)ός να μπαίνει (α’ φωνή)
μέσ’ τση παπαδιάς τ’ αμπέλι, έμαθ’ ο
λα(γ)ός να μπαίνει (χορός)
3.
Συρτός χορός
Πούθε μπαί… πούθε μπαίνει, πούθε βγαίνει (α’ φωνή)
Πούθε μπαί… πούθε μπαίνει, πούθε βγαίνει
(χορός)
4.
Με σταυρωτό πήδημα
πούθε μπαίνει, πούθε βγαίνει, πούθε
ανεβοκατεβαίνει (α΄ φωνή)
πούθε μπαίνει, πούθε βγαίνει, πούθε
ανεβοκατεβαίνει (χορός)
5.
Συρτός χορός
που είν’ τ’ αμπέ… που είν’ τ’ αμπέλι της
κλεισμένο (α΄ φωνή)
που είν’ τ’ αμπέ… που είν’ τ’ αμπέλι της
κλεισμένο (χορός)
6. Με
σταυρωτό πήδημα
που είν’ τ’ αμπέλι της κλεισμένο και
καλά περιφραγμένο (α’ φωνή)
που είν’ τ’ αμπέλι της κλεισμένο και
καλά περιφραγμένο (χορός)
7.
Συρτός χορός
Πούθε μπαί… πούθε μπαίνει, πούθε βγαίνει
(α΄φωνή)
Πούθε μπαί… πούθε μπαίνει, πούθε βγαίνει
(χορός)
8.
Με σταυρωτό πήδημα
Πούθε μπαίνει, πούθε βγαίνει, πούθε
ανεβοκατεβαίνει (α’ φωνή)
Πούθε μπαίνει, πούθε βγαίνει, πούθε
ανεβοκατεβαίνει (χορός)
Κερκυραϊκός τραγουδιστός χορός
Δευτέρα,
Δευτέ – Δευτέρα δε δουλεύω (δις)
Τετάρτη, Τετά
– Τετάρτη πίνω κράσο (δις)
Τετάρτη πίνω
κράσο – την Πέμπτη ξεμεθώ (δις)
Παράσκε –
Παρά – Παρασκευή κοιμάμαι (δις)
Παρασκευή
κοιμάμαι – Σαββάτο περπατώ (δις)
Την Κυρια –
την Κυ – την Κυριακή τη σχόλη (δις)
Την Κυριακή
τη σχόλη ξυπνώ για φαγητό (δις)
Και πίνω –
και πί – και πίνω ένα σκαφόνι (δις)
Και πίνω ένα
σκαφόνι κρασί για να μεθώ. (δις)
Δευτέρα –
Δευτέ – Δευτέρα δεν ξυπνάω (δις)
Το φωνητικό
σύνολο «ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ» Κ.Γαρούνα στα αποκριάτικα δρώμενα της πόλης, 2017
Τραγουδιστός χορός Χωρεπισκόπων
Χθες έχασα, χθες έχασα, χθες έχασα τον άντρα μου,
Χθες έχασα τον άντρα μου, προχθές, προχθές το γάιδαρό μου
Κι αντίπροχθες, κι αντίπροχθες, κι αντίπροχθες το γρούνι
μου
Κι αντίπροχθες το γρούνι μου που εί- που είχα να παστώσω
Ποιόνε να κλα-
ποιόνε να κλα- ποιόνε να κλάψω πιο πολύ
Ποιόνε να κλάψω πιο πολύ, να κλά- να κλάψω για το γρούνι
Να κλάψω για - να κλάψω για – να κλάψω για το γρούνι μου
Να κλάψω για το γρούνι μου που μου – που μού ΄δινε το
κρέας
Να κλάψω για – να κλάψω για – να κλάψω για το γάιδαρο
να κλάψω για το γάιδαρο που μου – που μού ‘φερνε τα ξύλα
Nα λυπηθώ – να λυπηθώ – να λυπηθώ τον άντρα μου
να λυπηθώ τον άντρα μου που με – που μ’ έδερνε όλη μέρα.
Σαν τι καλό – σαν τι καλό – σαν τι καλό να θυμηθώ
σαν τι καλό να θυμηθώ που πή – που πήγαινε στη χώρα
Kαι μου ‘φερνε – και μου ‘φερνε και μου ‘φερνε στον κόρφο
του
και μου ‘φερνε στον κόρφο του πεντέ - πεντέξι κομιντόρα.
Άντρα μου γρου – άντρα μου γρου – άντρα μου γρούνι,
γάιδαρε,
Άντρα μου γρούνι γάιδαρε
για ό - για όλους σας θα κλάψω.
Μα εσένανε – μα εσένανε – μα εσένανε αφέντη μου
Μα εσένανε αφέντη μου
στο ύ – στο ύστερο θ΄ αφήσω.
Μην είναι ο λά – μην είναι ο λα – μην είναι ο λάκκος σου ρηχός
Μην είναι ο λάκκος σου ρηχός και ξά – και ξαναγύρεις πίσω.
Σαν τι καλό – σαν τι καλό – σαν τι καλό να θυμηθώ
Σαν τι καλό να θυμηθώ τον α – τον άντρα μου να κλάψω
Και τώρα που – και τώρα που – και τώρα που εχήρεψα
Και τώρα που εχήρεψα, πολλές – πολλές καρδιές θα κάψω! (δις)
Τώρα τσι
Αποκριές
Τώρα τσι
Αποκριές, έχω δυο σακιά… απ’ αυτές
Για τσι όμορφες
κυράδες, τσι καλές νοικοκυράδες.
Νάσου και μια
παπαδιά και δε μού ΄μεινε καμιά
Και τινάζω τα
σακιά και δεν είχε ούτε μια!
Και τινάζω τα τσουβάλια,
πέφτει μια με δυό κεφάλια
Είπαμε πολλά
και σώνει, ας λαλήσει κι άλλο αηδόνι…
Γιάννης
Μέριανος, ετών 82 - Σιναράδες 1972
Αποκριάτικα
διονυσιακά δρώμενα στην πόλη, από το ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας (2012)
Μέσης Κέρκυρας
Το μάθατε τι γίνηκε Γιαννάδες και
Λιαπάδες;
Εσφάξανε ένα γάιδαρο οι παλιομασκαράδες!
Πάει κι ο παπα – Φιλιππής να πάρει μία
λίτρα,
που το ΄θελε παχύ – παχύ για να το
κάμει πίτα!
Πρώτη χαψιά που έφαγε, του βγήκε μια
δοντούρα
και τότε το κατάλαβε πού ΄ναι παλιογαϊδούρα
Το καλυμαύχι του έβγαλε και με θυμό
τσου λέει:
Να ΄χετε την κατάρα μου, όλοι οι
μακελαραίοι!
Εκδοχή Μέσης
Κέρκυρας
Ο
Γιάννης ο γιανίτσαρος, ο πιπερογιαννάκης
κάνει
την κότα άλογο, τον κόκορα γεράκι
και
πήγε και κυνήγησε σαράντα δυο περδίκια.
Σαράντα
γάμους έκαμε, σαράντα πανηγύρια
Μα
εκεί ψωμί του έλειψε στο μύλο πάει ν’ αλέσει
Παρασκευή
το κίνησε, Σάββατο τ’ αρεβαίρνει
Την
Κυριακή δεν άλεσε γιατί ‘ταν άγια μέρα
Δευτέρα
στίβουν τα νερά, Τρίτη χαράζει ο μύλος,
Τετράδη
που του τ’ άλεσε, χάνει το γάιδαρό του
Ψηλό
βουνό –ν- ανέβηκε για να τον ξαγναντίσει
κι
έβγαλε το βρακάκι του να το ψειρολοήσει
Χρυσός
αητός εδιάβηκε του πήρε το βρακί του
Ωιμένα
το βρακάκι μου, ωιμέ το γάϊδαρό μου.
Κινάει
και πάει στο σπίτι του ζόρκος και κακομοίρης
Κι
έτσι ως τον είδε η μάνα του όλη χαρά γιομάτη
Καλώς
τονε το Γιάννη μου καλώς το το παιδί μου.
Τ’
αλεύρια που μας έφερες θα κάμουμε κουλούρες.
-
Κάτι σκ…. σας έφερα να κάμετε κουλούρες
Παίρνει το σκορδοκόπανο του σκάζει πέντε – δέκα
- Ωιμέ
τα κοκκαλάκια μου, ωιμένα τα πλευρά μου
Και
το κλειδί τση ράχης μου κι εκείνο τσακισμένο.
Τον
Κωνσταντίνο το μικρό, τον κοντυλογραμμένο
Όσες
κοπέλλες τονε δουν, όλες φιλί του δίνουν
Μα
μια κόρη πεντάμορφη, φιλάκι δεν του δίνει
Μονάχα
τον ψαχνορωτά μην είναι παντρεμένος:
- Κόρη μου εγώ ‘μαι ανύπαντρος και παντρειά γυρεύω
Κι ο
γρίβας του αποκρίθηκε στην κοπελιά και λέει:
- Κορίτσια μην πιστεύετε του Κωνσταντή του ψεύτη
Σε κάθε χώρα - ν – έχει τρεις, σε κάθε κάστρο πέντε
και στην Κωνσταντινούπολη τη στεφανωτικιά του.
- Σώπασε, γρίβα, σώπασε και θα σ’ ανταμειδέψω
Θα σ’ απεράσω απ’ αλυκές, θα σε φορτώσω αλάτι
Θα βάλω μεσοσάμαρα καμήλα φορτωμένη.
- Σώπασε αφέντη, σώπασε κι εγώ σ΄ανταμειδεύω
Στον πόλεμο που θε να πας εκεί που πολεμάνε
Θα σκύψω το κεφάλι μου να πάρουν το δικό σου.
Τραγουδιστός χορός Επίσκεψης
Μ’
επάνδρευσεν η μάνα μου – μάνα μου μανούλα
Και
μού ‘δωσε έναν άνδρα – μάνα αντρειωμένος
πού ήτο
Και
ήτο ψιλός σαν το κουκί – μάνα μου μανούλα
Χονδρός
σαν το ρεβίθη – μάνα αντρειωμένος πού ήτο
Στη
στάχτη που καθόντανε - μάνα μου μανούλα
Έβρε
ένα βελονάκι – μα τι παλικαράκι
Τέσσεροι
τον βοηθήσανε – μάνα μου μανούλα
Στο
χάβρο να το πάρη – μα τί άξιο παλικάρη
Να
κάμη μάτζα και τζαπί - μάνα μου μανούλα
μου
Και
μια βαρειά τζεκούρα – για να δουλεύει
ντούρα
Στο
βράχλο απάνω ανέβηκε - μάνα μου μανούλα
Να
κόψη μανδραβίδα – μα τί αντρειωμένος που
ήτο
Κι
από το βράχλον έπεσε - μάνα μου μανούλα
Κι
εγίνηκε κομμάτια – μα τί αντρειωμένος που
ήτο
Του
πήρε η σφήκα τ’ άντερα - μάνα μου μανούλα
Κι η
μύγα το κεφάλι – ήτον και παλικάρη
Κι
ένας μεγάλος μέρμιγκας - μάνα μου μανούλα
Επήρε
το κορμί του - μάνα αντρειωμένος που ήτο
Επήρε το κορμί του κι όλη τη δύναμή του!
μάτζα (mazza - μάτσα) = η βαριά, σιδερένια σφύρα, μανδραβίδα = η χειρολαβή, το σταυρωτό ξύλο που βαστάει ο
ζευγολάτης, βράχλο = η φτέρη, μικρός
θάμνος
Ακούσατε
τι έβγαλε μια στρίγγλα κακομοίρα (δις)
που
έχασε την κότα της και όπου τση την πήρα; (δις)
Αν
ίσως και την πήρα εγώ, στραβός να πάω στον άδη (δις)
και
νηστικός στην εκκλησιά, να βγει κραυγή μεγάλη! (δις)
Από
τ’ αυγό να γκρεμιστώ και στ’ αχαλά να πέσω (δις)
κι
από τον πίρο του βουτσιού ν’ αδικοθανατέψω (δις)
στ’ αχαλά = στα ξερά χόρτα (σανούδια) που έστρωναν τους στάβλους
των ζώων, πίρος = το ξύλινο πώμα
ενός βαρελιού, βουτσί = βαρέλι
Τραγουδιστός
χορός - Εκδοχή Αυλιωτών
Ανέβηκα
- ωχ αμάν, αμάν - ανέβηκα στην πιπεριά (δις)
Ανέβηκα
στην πιπεριά, μαυρομάτα και ξανθιά (δις)
για να κόψω ένα πιπέρι, σύ ΄σαι
το γλυκό μου ταίρι (δις)
Βλέπω μια – ωχ αμάν, αμάν - βλέπω μια κόρη π΄ αλλάζει
βλέπω
μια κόρη π΄ αλλάζει, την καρδιά μου την ταράζει
και
μου λέει μη φοβάσαι, βάλ’ το χέρι σου και πιάσε
Την
πιάνω και – ωχ αμάν, αμάν – την πιάνω από τα μαλλιά
την
πιάνω από τα μαλλιά, σκύβω τση δίνω δυο φιλιά
και
μου λέει παρακάτω, βρε κουτέ π’ ανάθεμά το…
Την
πιάνω και – ωχ αμάν, αμάν – την πιάνω από το λαιμό
Την
πιάνω από το λαιμό, σκούζει φωνάζει το θεό
και
μου λέει παρακάτω, βρε κουτέ π’ ανάθεμά το…
Την πιάνω και – ωχ αμάν, αμάν – την πιάνω κι απ’ τα δυο
βυζιά
Την
πιάνω κι απ’ τα δυο βυζιά, σκούζει φωνάζει, ω παναγιά
και
μου λέει παρακάτω, βρε κουτέ π’ ανάθεμά το…
Την
πιάνω και – ωχ αμάν, αμάν – την πιάνω κι απ’ τον αφαλό
Την
πιάνω κι απ’ τον αφαλό, σκούζει φωνάζει στο θεό
και
μου λέει παρακάτω, βρε κουτέ π’ ανάθεμά το…
Την
πιάνω και – ωχ αμάν, αμάν – την πιάνω κι απ’ τα γόνατα
Την
πιάνω κι απ’ τα γόνατα, ναζάκια και καμώματα
και μου λέει παραπάνω, βρε
κουτέ π’ ανάθεμά το…
Σκύβω
να ιδώ – ωχ αμάν, αμάν – σκύβω να ιδώ και τί να ιδώ;
Μέσ’
στα σκέλια μια κουκούλα και στη μέση μια τρυπούλα!
Σκύβω
κά – ωχ αμάν, αμάν – σκύβω κάτω γονατίζω
Σκύβω
κάτω γονατίζω, τη κουμπούρα μου γιομίζω
Και
τση δί – ωχ αμάν, αμάν – και τση δίνω μια στα σκέλια
Και
τση δίνω μια στα σκέλια και ξεράθηκε άπ’ τα γέλια!
Στέφανος Πενηντάρχου Πουλημένος
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1].
Αλίκη Νικηφόρου, Δημόσιες τελετές στην
Κέρκυρα κατά την περίοδο της Βενετικής κυριαρχίας, Αθήνα 1999, σ. 447.
[2].
Ο.-Κ. Κλήμης, Δρώμενα έθιμα του
κερκυραϊκού λαού, ό.π., σσ. 47-51.
[3].
Γ. Χυτήρης, Σημειώσεις ενός Κερκυραίου,
Αθήνα 2010, σσ. 65-66. Ο χορός αυτός έπαψε να χορεύεται για κάποιο διάστημα, μετά
από αφορισμό που έκανε ο Μεγάλος Πρωτόπαπας, κατά τον 18ο αιώνα.
[4].
Ο.-Κ. Κλήμης, ό.π., σσ. 144-145.
[5]. Τα δίστιχα αυτά δεν αποτελούν μια σταθερή και
αμετάβλητη μορφή τραγουδιού. Οι στίχοι διαφοροποιούνται από χωριό σε χωριό,
παραλλάσσονται, προστίθενται, αφαιρούνται, αυτοσχεδιάζονται στη στιγμή για να
κάνουν το τραγούδι πιο εύθυμο και κοντά σε πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις
της κάθε μικρής κοινωνίας. Κατά τον ίδιο τρόπο διαφοροποιείται και η μελωδική
και χορευτική του απόδοση, με σταθερά ωστόσο τα χαρακτηριστικά του ως
τραγουδιστού χορού, όπου ο πρωτοτραγουδιστής ή πρωτοχορευτής αποδίδει αργά το
στίχο και τα μέλη του χορού επαναλαμβάνουν…
Το τραγούδι αυτό, στις διάφορες παραλλαγές του, καταγράφηκε το 2013
στους Αυλιώτες, αλλά το βρίσκουμε σε παραπλήσιες εκδοχές, στους Βελονάδες, τους
Χωρεπισκόπους και σε πολλά ακόμη χωριά της Βόρειας και της Μέσης Κέρκυρας.
[6]. Το τραγούδι αυτό αποδίδεται από τον Σπύρο Μέξα ως
πρωτοτραγουδιστή, με ανταπόκριση από τα μέλη του συγκροτήματος «Τ’ αργαστήρι»
και περιλαμβάνεται στο δίσκο ακτίνας (CD), που
κυκλοφόρησε το ίδιο σχήμα, το 2004, με τίτλο «Η Κέρκυρα τραγουδάει».
[7]. Το τραγούδι αυτό είναι καταγεγραμμένο το 1904 και
περιλαμβάνεται στη συλλογή Kερκυραϊκά
Δημοτικά Τραγούδια του Γιάννη
Μαρτζούκου, ό.π., σ. 105. Τη μελωδία ωστόσο και τον χορευτικό ρυθμό απέδωσε ο
Μαργαρίτης Σαγιάς, το 2015, στους Σιναράδες της Μέσης Κέρκυρας, το 2016. Θεωρείται
σχεδόν βέβαιο, ότι στην μελωδία του αποκριάτικου αυτού χορού, με παγκερκυραϊκή
διάδοση, αποδίδεται και η παραλλαγή του λεγόμενου Κορακιανίτικου χορού, στο
συρτό μέρος του οποίου, έχουν προστεθεί ενδιάμεσα, ξένα χορευτικά στοιχεία.
Όλοι του οι στίχοι αποδίδονται δύο φορές.
[8]. Το τραγούδι αυτό καταγράφηκε στο χωριό Χωρεπίσκοποι
της βόρειας Κέρκυρας αλλά αναφέρεται και σε άλλα χωριά του νησιού (Συλλογή
Σπύρου Τζήλιου). Το 1973, παραλλαγή του κατέγραψε και στους Σιναράδες της Μέσης
Κέρκυρας, ο Νίκος Πακτίτης.
[9]. Τα αποκριάτικα αυτά δίστιχα καταγράφηκαν από το Νίκο
Πακτίτη, το 1978, με αναφορά στο Νίκο Παγκράτη, ετών 82 στους Καστελλάνους
Μέσης και είχαν περιληφθεί σε αποκριάτικο δρώμενο του ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας, που
παρουσιάστηκε μαζί με πολλά άλλα, στην πόλη (πλακάδο τ’ Αγιού) το 2014 και από
τοπικό σχήμα, στους Κυνοπιάστες, το 2018.
[10]. Το τραγούδι αυτό είναι σατυρικό – σκωπτικό. Το
καταγράφει ο Γεράσιμος Χυτήρης και το δημοσιεύει στα ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, τ. VI,
Κέρκυρα 1958, σ. 92, με την αίσθηση ότι «πρόκειται
για κερκυραϊκή δημιουργία, καθώς ο λαός του νησιού κρατάει μια χιουμοριστική
διάθεση, που ξεπηδάει στο γλέντι απάνου και γίνεται τραγούδι».
Ανάμνηση του τραγουδιού αυτού, αποδιδόμενου στην
περίοδο της αποκριάς, καταγράφηκε το 2012, στους Καλαφατιώνες της Μέσης
Κέρκυρας. Το απέδωσαν οι αδελφές Φροσύνη Πολίτη - Ροή και Κατίνα Πολίτη –
Πηλού, όπως το τραγουδούσαν και το χόρευαν.
[11].
Το τραγούδι αυτό χαρακτηρίζεται από παιχνιδιάρικη διάθεση παρόμοια με του
ερωτιάρη πολεμιστή του, δημοσιεύτηκε από τον Γερ. Χυτήρη, στα Κερκυραϊκά Χρονικά, τ. VI, ό.π., σ. 91.
[12]. Ο τραγουδιστός αυτός χορός γυναικών της Επίσκεψης,
βρέθηκε σε ανυπόγραφο χειρόγραφο, πιθανότατα του 19ου αιώνα, καταγεγραμμένο από
λόγιο της εποχής, που όπως φαίνεται, έκανε παρέμβαση και στο, με σατυρική
διάθεση, κείμενό του. Η ορθογραφία είναι του χειρόγραφου που φέρει τον τίτλο «Τραγούδι του χορού χωρίου Επίσκεψης».
Παραλλαγή του τραγουδιού καταγράφηκε και στους Σιναράδες, το 1973, στη συλλογή
του Ν. Πακτίτη, Κερκυραϊκά Δημοτικά
Τραγούδια, ό.π., σ. 156.
[13]. Το απέδωσε, στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, η
Αντωνία Δαφνή, το γένος Παϊπέτη, ετών 85, στους Κυνοπιάστες το 2018.
[14]. Το αποκριάτικο σκωπτικό αυτό τραγούδι είναι παραλλαγή
αντίστοιχου πανελλήνιου τραγουδιού. Προέρχεται από ηχογράφηση, πιθανόν της δεκαετίας
του 1970, στους Αυλιώτες της ΒΔ Κέρκυρας, χωριό με μακρά παράδοση στα δρώμενα
της Αποκριάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου