ΑΡΘΡΟ του
Στέφανου Πουλημένου
Κυνοπιαστινοί οργανοπαίχτες συνοδεύουν γαμήλια πομπή κατά τη 10ετία του 1960 |
H ισχυρή
μουσική ταυτότητα της Κέρκυρας και ο χαρακτηρισμός της ως «νησί της μουσικής»
οφείλεται κυρίως στην παράδοση που διαμορφώθηκε το 19ο και τον 20ό
αιώνα, μέσα από τις φιλαρμονικές της, (από τέσσερις που υπήρχαν στις αρχές του
20ου αι. έφτασαν σε λιγότερο από 100 χρόνια στις 19!) που έχουν την
αφετηρία τους στην ίδρυση της Φιλαρμονικής Εταιρίας Κέρκυρας (Παλαιάς) στα
1840, αλλά και στις 10άδες χορωδίες, τα ωδεία, τα ορχηστρικά σχήματα το Μουσικό
Σχολείο και φυσικά, στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου. Τα
περισσότερα από τα ιδρύματα αυτά αναφέρονται συχνά και στο ιταλικής προελεύσεως
λυρικό θέατρο, που εμφανίστηκε στην πόλη της Κέρκυρας από τα 1733 (Σαν
Τζιάκομο), αλλά και στους μεγάλους μουσουργούς του 19ου και του 20ου
αι. όπως ο Ν. Μάντζαρος, ο Σπ. Ξύνδας, ο
Σπ. Σαμάρας, ο Αλ. Γκρεκ κ.α. που σφράγισαν με το έργο τους, τη μουσική
παράδοση του Νησιού αλλά και ευρύτερα της χώρας.
Αιώνες
όμως πριν την διαμόρφωση της σύγχρονης και δυναμικής μουσικής ταυτότητας της
Κέρκυρας, με την έντεχνη μουσική δημιουργία και τις αδιαμφισβήτητες ιταλικές
επιδράσεις, στη διαχρονικά, υπέρτερη πληθυσμιακά, ύπαιθρο του νησιού, την
άλλη Κέρκυρα, καταγράφεται ιστορικά με πλήθος στοιχείων και μαρτυριών, η
ύπαρξη της πλούσιας λαϊκής μουσικής παράδοσης του νησιού που, άλλοι μεν
την αγνοούν και άλλοι σκόπιμα την αποσιωπούν.
Η
παράδοση αυτή έχει την αφετηρία της στη
διάρκεια της μέσης βυζαντινής περιόδου, (10ος και 11ος
αιώνας) και επιβιώνει ως τις μέρες μας, με τα ακριτικά τραγούδια και τις
παραλογές, το είδος των τραγουδιών που ήταν διαδεδομένο σ’ ολόκληρο το
μεσαιωνικό ελληνικό κόσμο1. Πλήθος τέτοιων
αφηγηματικών τραγουδιών διατηρήθηκε στη
ζωή, μέσα από τη λαϊκή παράδοση των απλών ανθρώπων στα χωριά του νησιού, που τα
απέδιδαν και σε ορισμένες περιπτώσεις συνεχίζουν να τα αποδίδουν και να τα
χορεύουν, με διάφορες παραλλαγές, σε ιδιαίτερες τοπικές μελωδίες, με λιτούς,
απλούς συρτούς χορευτικούς ρυθμούς.
Η
κατηγορία αυτών των τραγουδιών εμπλουτίστηκε με νεότερες παραλογές και
μοιρολόγια, τραγούδια αγάπης με αφηγηματικούς στίχους και κυρίως με πλήθος
λαϊκών δίστιχων (λιανοτράγουδων), πολλά από τα οποία, είτε έφεραν μαζί τους
πρόσφυγες από την Κρήτη, την Πελοπόννησο, την ΄Ηπειρο κ.α., είτε διαμορφώθηκαν
από τις τοπικές κλειστές αγροτικές κοινωνίες και την όποια επαφή είχαν αυτές
στο πέρασμα του χρόνου με την εντός των τειχών πόλη.
Μόλις
πρόσφατα, ο καθηγητής μουσικολογίας του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου
Πανεπιστημίου, Κώστας Καρδάμης, σε κείμενό του για το έντεχνο τραγούδι των Επτανήσων κατά τον 19ο αιώνα, αναφέρεται σε κερκυραϊκές
μελωδίες που ήταν πασίγνωστες στη Βενετία, (το 18ο αιώνα) και σε κερκυραϊκά
εξωαστικά άσματα που τραγουδούσε στις αρχές του 19ου αιώνα, στο Παρίσι και
το Λονδίνο, ο μετέπειτα πρόεδρος της Γερουσίας και της Ιονίου Βουλής, Εμμανουήλ
Θεοτόκης2.
Ιδιωματικά έθιμα και ελληνική γλώσσα
Ο Γεράσιμος Χυτήρης |
Ειδικότερα
για την τελευταία, ο ιστορικός της Κέρκυρας μεσαιωνοδίφης Ιωάννης Ρωμανός,
μελετώντας τα γλωσσικά του νησιού, βρίσκει το 1870, την ελληνική γλώσσα «διαφυλαχθείσα
εν τοις αγροίς καθαροτάτην»4,
ενώ ο Γάλλος Lamare Picquot, την ίδια εποχή, σημειώνει ότι «οι
σχέσεις που διατήρησε τόσα (411) χρόνια η Βενετία με την Κέρκυρα, έκαμαν τους
Κερκυραίους (εννοεί της περιτειχισμένης πόλης) να αποκτήσουν τα έθιμα και να
υιοθετήσουν τη γλώσσα της μητροπόλεως. Όλοι οι αστοί, μαζί με την ελληνική
μητρική τους γλώσσα μιλούν και βενετσιάνικα (…). Οι χωρικοί της Κέρκυρας και
οι Έλληνες των άλλων νησιών, μιλούν μόνο τα νέα ελληνικά, τα «ρωμαίικα»
5,
κάτι που επιβεβαιώνεται απόλυτα και από τη γλώσσα των
τραγουδιών της λαϊκής παράδοσης.
Η λαϊκή μουσική παράδοση εμπλουτίζεται
Σ’
αυτό το πλαίσιο, εκτός των μεσαιωνικών τραγουδιών με τη βυζαντινή προέλευση
(ακριτικά και παραλογές) κι εκείνων που προστέθηκαν στην συνέχεια,
διαμορφώθηκαν επιπλέον και πολλά τραγούδια του γάμου με εξαιρετικούς
στίχους και σε μεγάλη ποικιλία μελωδικών παραλλαγών. Τα τραγούδια τούτα, με
μικρές ή μεγαλύτερες διαφορές από χωριό σε χωριό, αποδίδονται ακόμη και σήμερα,
όλα από ανεπιτήδευτες φωνές, κυρίως γυναικών, που τα μαθαίνουν με το αυτί
(αρέκια), χωρίς γνώσεις μουσικής και παλιότερα, χωρίς δυνατότητες ανάγνωσης και
γραφής.
Ορισμένα
από τα τραγούδια του γάμου και ιδιαίτερα τα χορευτικά, όπως συμβαίνει και στα
τοπικά πανηγύρια, συνοδεύονταν παλιά, από αρχέγονα μουσικά όργανα, την ασκομαντούρα
(άσκαυλο) και τα ταμπουρλονιάκαρα (νιάκαρα = οξύαυλος)6.
Από το 19ο αιώνα τα όργανα αυτά σταδιακά αντικαθίστανται από τα
ευρωπαϊκά, βιολί και κιθάρα, ενώ κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα,
προστίθεται σ’ αυτά και το ακκορντεόν.
Οι
ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες ευνόησαν τη δημιουργία και άλλων κατηγοριών τραγουδιών,
όπως αυτά της αγροτικής ζωής και ειδικά του ελαιώνα, της ξενιτιάς,
της τάβλας, τα λαϊκοθρησκευτικά των μεγάλων γιορτών, τα τραγούδια της αποκριάς,
των πανηγυριών κ.α. εμπλουτίζοντας ακόμη περισσότερο την εξαιρετική
ποικιλία των τραγουδιών της χιλιόχρονης λαϊκής μουσικής παράδοσης της άλλης,
της εξωαστικής Κέρκυρας.
Αστική επίδραση και συρρίκνωση
Η Χορωδία Κυνοπιαστών το 1933, στο πανηγύρι των Αγ. Πάντων Σιναράδων |
Μετά
τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το ουσιαστικό άνοιγμα της πόλης για τους κατοίκους
της υπαίθρου, η διαρκώς διευρυνόμενη επικοινωνία των Κερκυραίων (αστών και
χωρικών) μεταξύ τους και η σταδιακή άμβλυνση των κοινωνικών διαφορών, ευνόησε
τη μεταφορά έντεχνων αστικών μελωδιών (καντάδων κλπ.) στους φιλόμουσους της
υπαίθρου, που τις υποδέχτηκαν αποδίδοντάς τες με το δικό τους τρόπο, παράλληλα
με την παμπάλαιη τοπική παράδοση.
Η
λαϊκή μουσική παράδοση της υπαίθρου Κέρκυρας, κατορθώνει παρά ταύτα, να
επιβιώνει με κάποιες απώλειες, ως και τη 10ετία του 1960. Είναι τότε που
σαρώνουν τα πάντα, η αστυφιλία και η μετανάστευση, η εισαγωγή του ραδιοφώνου
και της τηλεόρασης (και δι΄αυτών, των ακουσμάτων από την άλλη Ελλάδα και την
πέραν αυτής ανατολή), η σταδιακή αστικοποίηση της ζωής στα χωριά, η ριζική
αλλαγή των δομών των μέχρι τότε αγροτικών κοινωνιών αλλά και η μαζική εμφάνιση
του τουρισμού.
Βαθιές ρίζες στο χώρο και το χρόνο
Όλα
αυτά μαζί, οδήγησαν σε συρρίκνωση τη χιλιόχρονη κερκυραϊκή λαϊκή μουσική
παράδοση, όχι όμως στον αφανισμό της.
Στίχοι,
ρυθμοί και μελωδίες της, επιβιώνουν στο νησί και στις μέρες μας, σε πλήθος
λαϊκών εκδηλώσεων, αποκαλύπτουν και επιβεβαιώνουν την ελληνικότητά τους με την
ταυτόχρονη κερκυραϊκή ιδιαίτερη ταυτότητά τους, προσελκύουν δε το ενδιαφέρον
φωτισμένων μουσικών και αποτελούν πηγή έμπνευσης για σύγχρονες μουσικές
δημιουργίες.
Το
γεγονός ότι το Μουσικό Σχολείο Κέρκυρας, προσπερνά αυτή τη χιλιόχρονη
παράδοση, εστιάζοντας την εκπαίδευση που παρέχει, κυρίως στη σύγχρονη
έντεχνη ελληνική μουσική δημιουργία αλλά και σε ξένες προς τον τόπο ή
παρείσακτες στην τοπική παράδοση μελωδίες, δεν αλλάζει τα πράγματα.
Η
συστηματική έρευνα της πλούσιας κερκυραϊκής λαϊκής μουσικής παράδοσης, παραμένει
ζητούμενο για το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου και είναι
καιρός να καταστεί μια από τις άμεσες προτεραιότητές του, ξεπερνώντας το
πρόβλημα απουσίας καθηγητή ειδικότητας εθνομουσικολογίας.
Η
αναπόσπαστη σχέση, ωστόσο, των τραγουδιών της χιλιόχρονης λαϊκής μουσικής
παράδοσης της Κέρκυρας με τους κύκλους του χρόνου και της ζωής των απλών
ανθρώπων, σε συνδυασμό με αρκετές ανιδιοτελείς πρωτοβουλίες έρευνας, ανάδειξης
και διάδοσής της, είναι όροι αρκετοί για την επιβίωσή της, ακόμη και στη
σημερινή δύσκολη εποχή. Κι αυτό γιατί αντλεί τους χυμούς της και τη δύναμή
της από τις βαθιές, μέσα στο χώρο και το χρόνο, ρίζες της, ενώ όλο και
περισσότεροι Κερκυραίοι βρίσκονται με ασίγαστη τη διάθεση να… φυσούν τα
κάρβουνα της παράδοσης για να ξανακοκκινίσουν!
Κυνοπιάστες Κέρκυρας, 30 Σεπτ.2015
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Γιάννη Μαρτζούκου, «Κερκυραϊκά Δημοτικά Τραγούδια», Αθήνα 1959.
- Πρόγραμμα εκδήλωσης της Οπερας Δωματίου Κέρκυρας, για το έντεχνο Επτανησιακό τραγούδι, στον κήπο των π. ανακτόρων της πόλης, στις 18 Σεπτεμβρίου 2015.
- Γερ. Χυτήρη, «Η Κέρκυρα στα μέσα του 19ου αιώνα», έκδοση της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών1988, σελ. 16.
- Ι. Ρωμανού, «Γρατιανός Ζώρζης, αυθέντης Λευκάδος» εν Κερκύρα τυπ. ΙΟΝΙΑ, 1870.
- Lamare Picquot, «Η Κέρκυρα στα μέσα του 19ου αιώνα», Γερ. Χυτήρη, έκδοση της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών,1988, σελ. 68, σημ. 34.
- Γερ. Χυτήρη, «Τα λαογραφικά της Κέρκυρας», έκδοση της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, 1988.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου