Η Λίνα Σταματίου*, η καλοσυνάτη νεαρή κυρία, θα ήταν εντελώς άγνωστη στους Κυνοπιάστες,
αν οι λίγοι δεν την γνώριζαν, ως σύζυγο του συγχωριανού Μενέλαου Σουρβίνου, που
έμενε μερικούς μήνες στο χωριό, σε συγγενικό σπίτι, με την οικογένειά της. Τον
Μενέλαο και την κορούλα τους. Αν δεν έδινε απλόχερα την χαμογελαστή και
ευγενική «καλημέρα» της σε όποιον συναντούσε. Αν δεν καθόταν συχνά πλάϊ μας,
αθόρυβα, στο καφέ της πλατείας…
Η Λίνα, δυό μέρες πριν φύγει οικογενειακά από το χωριό για να επιστρέψει
στην Αθήνα, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, είχε την καλοσύνη να γράψει ένα
κείμενο για τους Κυνοπιάστες, που χωρίς υπερβολή, είναι ό,τι καλύτερο, επαινετικό
και συγκινητικό συνάμα, έχει γραφτεί ποτέ γι΄αυτόν τον μικρό τόπο, τους κατοίκους
του και τη ζωή εδώ.
Η Λίνα Σταματίου μας το παρέδωσε και με την άδειά της το παραθέτουμε
αυτούσιο:
Αφιέρωμα σ’ έναν μικρότερο κόσμο
Σ’ ένα γραφικό χωριό της κόμισσας Κέρκυρας. Ο ήλιος το χρώμα της δύσης του
χαρίζει. Γλυκόπιοτο κρασί θαρρείς, ο ορίζοντας την ώρα αυτή. Πίνουν στην υγειά της νύχτας
που έρχεται, οι κεραμοσκεπές του. Κοντινές η μια με την άλλη, γειτόνισσες, αδελφές.
Δίπλα – δίπλα να υπομένουν το λιοπύρι και την βροχή. Στην χαρά και στην πίκρα
μαζί. Κι αυτές οι πέτρες των σπιτιών, να μιλούσαν, ιστορίες που θά ‘λεγαν! Σφιχτοδεμένο
το κορμί τους, δε φέρουν φτιασίδια, μόνο της γης χρώματα έχει η όψη τους για να
μαλακώνουν το μάτι. Στις αγκαλιές τους
κρύβουν την κορφιάτικη ανάσα.
Τίποτα δε χωρίζει ετούτες τις ανάσες. Τίποτα. Μόνο κάτι στενά δρομάκια,
πέστα «καντούνια» αν αγαπάς κι εσύ την ντοπιολαλιά. Μόνο τα καντούνια υπάρχουν
για να μοιράζουν τις ανάσες σε οικογένειες. Οι ασβεστωμένες τους γραμμές αποτυπώνουν
μια μυστηριακή πορεία της ύπαρξης. Σαν τις γραμμές των καντουνιών κι ο άνθρωπος
λευκαίνεται στην αρχή του, στην πορεία η περπατησιά του τον λερώνει, τον
σημαδεύει, μα έρχεται η μεταστροφή, η στιγμή που επιθυμεί να ξανανιώσει, να
ομορφύνει, και, με αφορμή μιαν άγια γιορτή, άσπρισμα ξανά, κάθαρση! και πάλι
από την αρχή.
Αρχοντικός γείτονας του θρόνου το χωριό, το καλημερίζει η ίδια αυγή που
ξυπνάει και το παλάτι, αυτό που υποκλίθηκε σε Έλληνες ημίθεους. Χτισμένο με αρχιτεκτονική φινέτσα και με περίλαμπρη ιστορική ψυχή, διέρχεται
τον καιρό αφιερωμένο στο θησαυροφυλάκιο του πολιτισμού. Και η Αγία Προστάτιδα
των ματιών επέλεξε γειτόνισσά του να’ ναι, στήνοντας απέριττο μοναστήρι στην
πλαγιά του λόφου του. Γι’ αυτό, αν θαρρείς, φορές φορές, πως το βλέμμα της
ψυχής σου γίνεται διάφανο, είναι που υπάρχουν εκεί πάνω, σεβάσμιες μοναχές που
προσεύχονται για την σωτηρία σου. Κάτω από την κληματαριά, μέσα στις καμάρες,
μπροστά στα καντηλοφώτιστα εικονίσματα.
Ολούθε τριγύρω του θεϊκές ζωγραφιές καθώς ο Παντοδύναμος βρήκε άπλα και
αποτύπωσε την αέναή Του φύση. Πίνακας μέσα στον οποίο ζεις! Κυπαρίσσια που
ορθώνονται λυγερόκορμα, φέρνουν στο νου ακροπίνελα που λερώνουν με πράσινο το
μπλε του ουρανού. Ελιές μάνες, μεστωμένα σώματα οι φαρδιοί κορμοί τους, στέκουν
στωικά στις ορέξεις του νησιωτικού καιρού, λυγίζοντας τα χοντροπλεγμένα τους κλαδιά
πάνω από απλωμένα, νωχελικά δίχτυα, επιούσια δέντρα που ταϊζουν με τον βαρύγευστο
καρπό τους σκληραγωγημένες γενιές. Δάφνες, μυρτιές, πορτοκαλιές και λεμονιές κι
ανάμεσά τους τα παιδιά των κόπων, τα περιβόλια, που φέρουν καρπούς τίμιου
κάματου και αγάπης για την γεωργία που γεμίζει το τραπέζι με ευλογημένα αγαθά.
Γιασεμιά, ρόδα, βασιλικοί… Δε βρίσκεσαι σε ακριβό αρωματοπωλείο. Οσφρίζεσαι
την καρδιά του τόπου. Κλείνεις τα μάτια και ξέρεις αν είναι μεσημέρι ή απόγιομα
από την μυρωδιά. Γυάλινο ψιλόβροχο και ο αέρας ταξιδεύει την κάπνα φρεσκοαναμμένης
σόμπας – χειμώνας, πρωί. Τριζόνι και η ατμόσφαιρα είναι γλυκερή, υγρή – καλοκαιρινή
νύχτα. Σαν τα παιδιά που γεύονται την πρώτη τους σοκολάτα και την γεύση της. Έπειτα
είναι σα να την γνωρίζουν από πάντα κι αυτή τους ακολουθεί… Έτσι κι οι μυρωδιές
ετούτου του χωριού φτιάχνουν υφάδι για της μνήμης το σώμα που το φορά όπου κι
αν πάει και το χωριό φέρνει στο νου.
Σ’ ένα χωριό που έχει για παλμό του ήχους κοινούς. Την καμπάνα της
σεβάσμιας εκκλησίας και τους αγγελόφωνους ψάλτες της. Τις πρόβες της
φιλαρμονικής με τα όργανα που κουρδίζονται πίσω από την τζαμαρία. Την τοπική
χορωδία που δίνει έμμετρη φωνή σε ανοιχτά παράθυρα και ξύλινα ανώγια. Τις ανάκατες
κουβέντες της πετροστρωμένης πλατείας και τα ποτήρια που τσουγκρίζουν στο
γωνιακό καφενεδάκι του πεζόδρομου. Τα καλημερίσματα στις κοινοτικές βρύσες. Την
φωνή του πλανόδιου ψαρά. Τις τραγουδιστές ευχές των γηραιότερων και τις, από
μνήμης, προσευχές της γιαγιάς Σοφίας. Το αλλέγκρο κουβεντολόι των νεώτερων…
Η μελωδία της ευτυχίας αποτυπωμένη στο πεντάγραμμο της καθημερινότητας!
«Αναζητώ μιαν ακτή να μπορέσω να φράξω
με δέντρα ή καλάμια ένα μέρος του
ορίζοντα…
Το ελπίζει ο Θεός
πως τουλάχιστο μες στους λυγμούς των
ποιητών
δεν θα πάψει να υπάρχει ποτές ο
παράδεισος.»
-
Ν. Βρεττάκος,
«Ένας μικρότερος κόσμος» -
Και πράγματι, πρόκειται για έναν μικρότερο κόσμο που ζει σε τούτο το χωριό.
Εδώ ο ιερέας, άοκνος μπροστάρης, κηδεύει τη θλίψη του ποιμνίου του, βαπτίζει σε
σκέψεις ψυχοφελείς τους ευήκοους, παντρεύει την ευτυχία του επουράνιου με την
αγωγή του λαϊκού.
Εδώ ο πολιτικός, «μιλάει ευγενικά, διαπραγματεύεται ήσυχα, περιμένει έτοιμος
και οπλισμένος.»
Εδώ ο υπερμαραθωνοδρόμος, αθλητής ολκής, γίνεται υπόδειγμα για τις ορμές και
τις αντοχές που δεν γυρεύουν να αδειάσουν σε αναίτιες διασκεδάσεις, παρά
στοχεύουν σε ιδανικά που τιμούν σώμα και νου.
Εδώ το αντρόγυνο της σύνταξης που στέκεται πλάι – πλάι στο παγκάκι και
κοιτάζει ακόμα κατάματα τη ζωή.
Εδώ η γονιός που καρδιοχτυπά και το παιδί που ονειρεύεται.
Εδώ ο μαγαζάτορας, ο μεροκαματιάρης και ο άνεργος να καθρεφτίζουν το εθνικό
γίγνεσθαι, συμμετέχοντας, σαν θεατές θαρρείς, σε μια παράσταση που παίζεται με
τους ίδιους για ηθοποιούς.
Εδώ η γυναίκα του μόχθου, ο σεβαστός γέροντας, ο «καλός καγαθός», ο «ξένος»
– ο απ’ άλλον τόπο κι ας κατοικεί στο χωριό, ο ακόμα απόμακρος – εδώ ο
καλλιτέχνης, ο ανήσυχος, ο φιλήσυχος, εδώ ο επισκέπτης και ο περαστικός, εδώ η
αδελφή ψυχή και ο λατρεμένος γείτονας.
Εδώ ο κόσμος όλος… Ένας μικρότερος κόσμος.
Σ’ αυτό το Ιόνιο χωριό, το μαρμάρινο στέμμα της Βασιλεύουσας αποσύρεται
στις απαλές σκιές μιας μέρας που τελειώνει. Στο προαύλιο της εκκλησίας,
καλοσιδερωμένες στολές και αστραφτερά όργανα παίρνουν θέση για να τιμήσουν την
τέχνη που έχει προέλευση και προορισμό τον καθημερινό άνθρωπο. Δίπλα, στην
πλατεία, το κλάμα ενός παιδιού που έπεσε ανακατεύεται με τις φωνές κάποιων
άλλων που παίζουν κυνηγητό. Ο μικρότερος κόσμος βολτάρει, χαιρετάει,
συγχρονίζεται με τον παλμό του τόπου του. Όλα είναι έτοιμα. Η μπαγκέτα υψώνεται…
Άλλη μια βραδιά έχει την τιμητική της.
Εδώ, στους Κυνοπιάστες, υπήρξα καλότυχη κι εγώ να κατοικήσω. Αυτόν τον
κόσμο είχα την τιμή να αποκαλώ «συγχωριανούς» μου.
Τί να βάλω στην βαλίτσα μου για να μην μου λείψετε; Τις αδελφικές σας
κουβέντες; Τα ηλιοφώτιστα χαμόγελα; Το κακάο στην πλατεία; Τα σύκα στη χούφτα; Το
νυχτολούλουδο του Σεπτέμβρη;
Κάνω χώρο στην καρδιά μαζί μου το χωριό όλο να έχω.
Σας ευχαριστώ, όλους!
Και, αν θέλει κι ο Θεός, θα
ξανανταμώσουμε!
Λίνα Σταματίου
Κέρκυρα, 2016
* Η Λίνα Σταματίου
γεννήθηκε στην Αθήνα από Ρουμελιώτες γονείς. Σπούδασε στο Πάντειο
Πανεπιστήμιο, στο τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών.
Αποφοίτησε από το St. George College και το τμήμα Αγγλομαθών Γραμματέων Διοίκησης Επιχειρήσεων. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια Τουρισμού της Goldaxia με ειδίκευση στο Front & Back Office.
Αποφοίτησε από το St. George College και το τμήμα Αγγλομαθών Γραμματέων Διοίκησης Επιχειρήσεων. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια Τουρισμού της Goldaxia με ειδίκευση στο Front & Back Office.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου