Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

Η ομιλία του Κώστα Καρδάμη, στην παρουσίαση του βιβλίου του Στέφανου Πουλημένου, «Τα τραγούδια της Κέρκυρας μέσα από τα λαϊκά δρώμενα και τις παραδόσεις της»

Στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Στέφανου Πουλημένου "Τα τραγούδια της Κέρκυρας, μέσα από τα λαϊκά δρώμενα και τις παραδόσεις της", ένας από τους τρεις ομιλητές ήταν ο Κώστας Καρδάμης (φωτο), μουσικολόγος, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου και συστηματικός ερευνητής και μελετητής της μουσικής ιστορίας της Κέρκυρας.

Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του έχει ως εξής:




Αξιότιμες Κυρίες και Αξιότιμοι Κύριοι,
όταν προ ενός και πλέον μηνός κατά τη συνηθισμένη σάρωση των προθηκών των κερκυραϊκών βιβλιοπωλείων εντόπισα το βιβλίο του Στέφανου Πουλημένου “Τα τραγούδια της Κέρκυρας μέσα από τα λαϊκά δρώμενα και τις παραδόσεις της” αφενός χάρηκα ιδιαίτερα με το γεγονός και αφετέρου το απόκτησα την ίδια στιγμή. Σίγουρα, όμως, δεν ξαφνιάστηκα με την έκδοση, αφού ο αγαπητός Στέφανος με είχε κάνει, αρκετές φορές στο πρόσφατο παρελθόν, κοινωνό των σκέψεων και των προβληματισμών του, ενώ παρακολουθούσα από τα ΜΜΕ και τις ζωντανές παρουσιάσεις του τη θέρμη με την οποία έδινε, πάντοτε με ζέση νεοφώτιστου, όλο τον εαυτό του στην ανάδειξη και μεταλαμπάδευση της φωνητικής μουσικής της κερκυραϊκής υπαίθρου. Η οργανωμένη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της τόσο συνεπούς ενασχόλησής του με το αντικείμενο σε μορφή βιβλιογραφικής έκδοσης μού φάνηκε τόσο αυτονόητη όσο και ο σχεδόν δεκαετής αγώνας του επί του θέματος. Όταν μετά από μερικές ημέρες, και αρκετό κυνήγι στο τηλέφωνο..., ο Στέφανος μου πρότεινε να είμαι εδώ απόψε μαζί σας για να πω δύο από καρδίας κουβέντες για το βιβλίο του δεν υπήρχε περίπτωση να μη δεχθώ την τιμή, ούτε ως κοντοχωριανός του, ούτε ως Κερκυραίος, αλλά ούτε και ως άνθρωπος που έχει θέσει εαυτόν στην υπηρεσία της ακαδημαϊκής έρευνας.

Βιωματικές καταγραφές

Επιτρέψτε μου, λοιπόν, μια βιωματική έναρξη: κάθε καλοκαίρι ευρισκόμενος στον κήπο του πατρικού μου σπιτιού στο Αλεποχώρι ακούω απόηχους από τις μουσικές των διαφόρων πανηγυριών της ευρύτερης περιοχής, πολλές φορές πάνω από ένα ταυτόχρονα (εξαρτάται την περίοδο). Πιο πριν κατά κανόνα οδηγώντας, έχω προσέξει, είτε σε αφίσες είτε σε πανό, τα πανηγύρια αυτά να χαρακτηρίζονται ως «παραδοσιακά» και να μάς καλούν σε «πατροπαράδοτα έθιμα». Καίτοι αχνοί (ή δυνατότεροι, εξαρτάται από τη φορά του ανέμου) οι προαναφερθέντες απόηχοι της καλοκαιρινής νύκτας στο αυτί μου έρχονται σε αντίθεση με τις διαβεβαιώσεις των αφισών και των πανό: από επαγγελματική διαστροφή ψάχνω να βρω κερκυραϊκό ήχο στα τραγούδια και τους χορούς και το ποσοστό (σε διάρκεια και αριθμό) των κερκυραϊκών ακουσμάτων δεν υπερβαίνει το 2 με 3%. Πού η παράδοση, λοιπόν, και που το πατροπαράδοτο;
Γρήγορα (επίσης από επαγγελματική διαστροφή) δίνω στον εαυτό μου τις συνήθεις ακαδημαϊκές δικαιολογίες, όπως προκύπτουν από την ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία: η ισοπέδωση των ΜΜΕ, η στρεβλή ή μηδενική προβολή του τοπικού στοιχείου σε εποχές παγκοσμιοποίησης, η τουριστική ευκολία, η ομοιογενοποίηση των σύγχρονων κοινωνιών, οι διαφορετικές σύγχρονες προτεραιότητες και άλλα πολλά (να μην σάς κουράζω) έδιναν απαντήσεις για το σήμερα. Άλλωστε, τι πιο λογικό για την Ελλάδα, που μεταπολεμικά βάσισε το διεθνές προφίλ της στο Ποτέ την Κυριακή και στον Ζορμπά, να αδυνατεί να ενσωματώσει οτιδήποτε άλλο. Έτσι νομίζουν οι άλλοι ότι είμαστε (Ζορμπάδες και Πειραιώτες, δηλαδή), ας μην τους χαλάσουμε το χατήρι!
Το χθες, όμως, και μάλιστα με τη μορφή της ζώσας πραγματικότητας (της νεφελώδους, συχνά, παράδοσης) που είναι; Υπάρχει ή χάθηκε; Κοιτώ απέναντι από τον κήπο μου, όπου είναι το σπίτι του Προκόπη Καφαράκη (γνωστός σε όλους μας πιστεύω. Οι συστάσεις περισσεύουν), με τον οποίο πολλές φορές έχουμε πει να μιλήσουμε, αλλά δεν έχουμε συμπέσει ποτέ. Ξέρω, όμως, ότι ξέρει πολλές από τις μελωδικές απαντήσεις στα ερωτήματά μου. Λίγο παρακάτω από τον κήπο μου βρίσκεται το σπίτι του θείου μου, σύζυγος του οποίου ήταν η κόρη του πρωτοβιολιστή της Καμάρας, του θρυλικού Νιόνιου. Πιτσιρικάς εγώ τη δεκαετία του 1980 και ήδη γηραιός ο Νιόνιος τότε: φυσικά δεν συνέπεσε να τον εκμεταλλευτώ, όπως έπρεπε. Κάπως έτσι ελάχιστα μπόρεσα να αξιοποιήσω και την ψαλτική δεινότητα του συγγενή μου Τώνη Καρδάμη στα Καρδαμάτικα. Και στο μυαλό μου έρχεται και η κουβέντα του πατέρα μου, ο οποίος 80 χρονών πλέον ήταν πιτσιρικάς όταν άκουγε τα μπουλούκια τον ελαιοσυνακτριών που, όπως μου λέει ακόμη, «έκαναν της πλαγιές των Αγίων Δέκα να τραγουδούν».

Παλαιότεροι ερευνητές

Και όμως, σίγουρα κάτι υπήρχε και ήταν πασιφανώς ενδιαφέρον, και σημαντικότερο από τα ομοιογενοποιημένα πανηγυριώτικα ακούσματα του 21ου αιώνα. Οι περιγραφές των περιηγητών μου ήταν γνωστές από χρόνια, οι συγγραφικές αποκαλύψεις άλλων λαογράφων της Κέρκυρας (ενδεικτικά: Μπουνιάς, Πακτίτης, Χυτήρης, Κλήμης και ο ακάματος Τζήλιος με την ανέκδοτη δουλειά του για τη ΒΔ, και όχι μόνο, Κέρκυρα) δεν άφηναν αμφιβολία για τη σημασία της κερκυραϊκής μουσικής της υπαίθρου σε σχέση με τα δρώμενά της, καθώς και για τις διαφορές της ανά περιοχή. Οι δισκογραφικές παραγωγές του «Αργαστηριού» και του «Λαοδάμαντα» (υπό την επίβλεψη του ακούραστου και εμβληματικού Δημήτρη Κάντα) είχαν αφήσει έναν πραγματικό μικρό θησαυρό για όποιον μπορούσε να πάρει τον δρόμο χρονικά ακόμη πιο πίσω ακολουθώντας την επιστημονική μεθοδολογία. Ενώ οι κατά καιρούς παραστάσεις του «Η Κέρκυρα τραγουδάει» έφερναν την τελεστική δύναμη της μουσικής με τη μορφή θεατρικού δρώμενου επί σκηνής του φαντασιακά εχθρικού προς την ύπαιθρο Δημοτικού Θεάτρου.
Δεν θα σάς κουράσω άλλο με το τι είχαμε μέχρι στιγμής ως οργανωμένη γνώση για τη μουσική της αγροτικής Κέρκυρας. Ούτε βεβαίως με το πώς αγνοήσαμε έως τώρα αυτές τις εξαιρετικές συμβολές και τους ακαταπόνητους ανθρώπους που διατήρησαν και πρόβαλαν τη μουσική αυτή στο πλαίσιο των τελέσεων της υπαίθρου. Και φυσικά οι εδώ αναφερθέντες δεν είναι οι μόνοι: η βιβλιογραφία του Στέφανου Πουλημένου μάς γνωρίζει πολλούς ακόμη.

Σπ. Ξύνδας και ταμπουρλονιάκαρα

Να προστεθεί μόνο, ότι η παραγωγή από την Παλαιά Φιλαρμονική το 2017 της όπερας “Ο υποψήφιος βουλευτής” δεν ήρθε μόνο να ξανακάνει γνωστό το πρώτο ελληνόφωνο οπερατικό έργο 150 έτη μετά την πρεμιέρα του, αλλά και να καταδείξει κάτι πιο σημαντικό, κατά τη γνώμη μου: τη διάδραση και την άμεση σύνδεση της μουσικής της υπαίθρου με την έντεχνη μουσική δημιουργία της πόλης πέρα από προκαταλήψεις και τεχνητά τείχη. Διότι πράγματι χώρα και χωριό ήταν δύο ξεχωριστοί κόσμοι, όχι όμως και αλληλοαποκλεισμένοι. Οικονομικά και εργατικά ήταν σε συνεχή επαφή, και ούτε οι χωριάτες ούτε οι χωραΐτες ήταν κουφοί. Αν μη τι άλλο, Ο υποψήφιος μάς προσέφερε μια εκ των έσω προσέγγιση της ίδιας της μουσικής της κερκυραϊκής υπαίθρου μέσα από τα αυτιά του Ξύνδα, η οικογένεια του οποίου είχε κτήματα στην περιοχή του Σκριπερού.
Κατά τη διάρκεια των προβών ξαναμιλήσαμε με τον Στέφανο (ο οποίος συμμετείχε στην παράσταση ως μέλος της Χορωδίας Κερκύρας), σχολιάσαμε το ταμπουρλονιάκαρο και άλλα θέματα και χαρήκαμε την τέλεση επί σκηνής. Γνώριζα, φυσικά. ότι οι αναζητήσεις του προχωρούσαν, οπότε ιδού και το προφανές αποτέλεσμά τους: το βιβλίο το οποίο μάς φέρνει εδώ απόψε. Και πρέπει σε αυτό το σημείο να υπογραμμιστεί η κυριότερη αρετή του βιβλίου: προσφέρει στον αναγνώστη ό,τι ακριβώς αναφέρει ο τίτλος του. Δηλαδή, δεν περιορίζεται στην καταγραφή των τραγουδιών, αλλά κυρίως τα προσεγγίζει ως ζωντανά, χρηστικά και αναπόσπαστα μέρη της πάνδημης διαδικασίας τέλεσης των δρώμενων των δεκαπέντε κατηγοριών, τις οποίες καταγράφει.

Μουσικές και μνήμες αιώνων

Ο Στέφανος, βασιζόμενος και αναγνωρίζοντας ήδη από την εισαγωγή του βιβλίου τις εργασίες των προηγούμενων από αυτόν συγγραφέων, φορέων και συλλεκτών, αποδέχτηκε μια πρόκληση που δύσκολα θα αποδεχόταν άλλος στις μέρες μας: ξεκινώντας από τους συγχωριανούς του άρχισε να φέρνει στην επιφάνεια μουσικές και μνήμες αιώνων, όπως αυτές είχαν παραμείνει στην μνήμη καθημερινών ανθρώπων. Επιδόθηκε μέσα από την επιμονή στον στόχο και τη δημοσιοποίηση της προσπάθειάς του στο να εντοπίσει και να καταγράψει τις σημερινές απολήξεις μια παλαιάς τέλεσης (είναι μάλλον άδικο να μιλάει κανείς απλώς για μουσικό είδος), η οποία μπορεί να μας πηγαίνει ως βιολογική εμπειρία μέχρι τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, αλλά στον προσεκτικό και μεθοδικό χρήστη ή ερευνητή οι καταγραφές αποκαλύπτουν το μουσικό και ανθρωπολογικό βάθος αιώνων.
Ανάμεσα στις επιτυχίες του βιβλίου δεν είναι μόνο η εύρεση και η συγκέντρωση υλικού ακατάγραφου έως σήμερα, αλλά και κάτι που δεν φαίνεται στο απαίδευτο μάτι: είναι δύσκολο να πείσεις ανθρώπους που ντρέπονται ή συχνά αισθάνονται ακόμη και ενοχικά σε σχέση με τον σύγχρονο τρόπο ζωής, να ανοίξουν την καρδιά και το στόμα τους και να μοιραστούν με άλλους σε περιβάλλον ηχογράφησης τους θησαυρούς που κρύβουν μέσα τους. Είναι ίσως η πιο συγκινητική στιγμή, κορυφαία σε όλους όσοι κάνουμε αυτό που ονομάζεται «έρευνα πεδίου». Πρόκειται για ένα αίσθημα κάθαρσης και από τις δύο πλευρές (καταγραφέα και καταγραφόμενου), το οποίο οι λέξεις αδυνατούν να εκφράσουν.

Η μεταγραφή της μουσικής των τραγουδιών

Το βιβλίο, επιπλέον, προσφέρει κάτι που έως τώρα ελάχιστα (αν όχι καθόλου) είχε αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής προσέγγισης. Δεν καταγράφει μόνο τους στίχους των τραγουδιών (όλοι τους διαμαντάκια της εξωαστικής ποίησης), αλλά και τη μουσική τους. Η μεταγραφή της μουσικής των τραγουδιών μόνο σποραδικά είχε απασχολήσει τους κατά καιρούς συγγραφείς (περιηγητές και μη) και μάλιστα είχε γίνει με τρόπο τις περισσότερες φορές αποσπασματικό και ατυχή. Διότι πράγματι η μεταγραφή σε οιανδήποτε μουσική σημειογραφία είναι μια διαδικασία επίμοχθη και κυρίως προοριζόμενη για ανθρώπους που γνωρίζουν βαθιά την τέχνη τους. Ο Στέφανος βλέποντας το πόσο θα βοηθήσει στη διατήρηση και διάδοση των καταγραφών του η αποτύπωσή τους σε μουσική σημειογραφία απευθύνθηκε στην πιο ήρεμη και χαμηλών τόνων δύναμη της μουσικής Κέρκυρας, τον αγαπητό Σπύρο Τσιλιμπάρη. Σε αυτόν χρωστάμε το τρίτο μέρος της έκδοσης, όπου όσοι θέλουν να προσεγγίσουν τη δουλειά του Στέφανου ως καθαρά μουσικό φαινόμενο, δύνανται μέσω της υποδειγματικής, προσεγμένης και λεπτομερέστατης δουλειάς του Σπύρου να το κάνουν.
Θα δουν πολλές μικρές χάρες στις νότες, εξαιρετικά ευρήματα και μια μουσική που αξίζει να αποτελέσει αντικείμενο, όχι μόνο διατήρησης, αλλά και αναδημιουργίας και αναστοχασμού. Πρόκειται πραγματικά για μουσικές, στις οποίες η ανατολή συναντά τη δύση και ο χρόνος είναι τόσο παλιός, ώστε να μοιάζει πλέον ακίνητος. Οι καταγραφές του Σπύρου Τσιλιμπάρη είναι μια όμορφη δημιουργική και ερευνητική πρόκληση για όποιον είναι έτοιμος να δει ανάμεσα από τις νότες και πίσω από τα πεντάγραμμα. Οι σύντομες παρατηρήσεις και οι στοχευμένες επισημάνσεις του ίδιου του Σπύρου Τσιλιμπάρη σε σχέση με το μουσικό υλικό προσφέρουν στον κάθε ενδιαφερόμενο μια εξαιρετική βάση εκκίνησης περαιτέρω μελέτης, περισυλλογής και μουσικής ενδοσκόπησης.

Στοιχεία στο χώρο και το χρόνο

Το βιβλίο στο πρώτο του μέρος τοποθετεί τα στοιχεία του εν τόπω και εν χρόνω, γεγονός που προσφέρει επαρκέστατη προσέγγιση της πολυκύμαντης ιστορικής πορείας του νησιού. Ακόμη και ο μη γνώστης της κερκυραϊκής ιστορίας (και υπάρχουν πολλοί τέτοιοι ακόμη και στην Κέρκυρα) λαμβάνει γρήγορα και με σαφήνεια την απαραίτητη πληροφόρηση, γεγονός που πιστεύω ότι θα βοηθήσει στην πανελλήνια διάδοσή του και θα συντελέσει στην προβολή της μουσικής της κερκυραϊκής υπαίθρου. Ας μη ξεχνάμε ότι εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες η μουσική αυτή είναι αποκλεισμένη ακόμη και από τα κρατικά ΜΜΕ, μιας και εκτός Κερκύρας προσεγγίζεται ακόμη με έναν ελάχιστης επιστημονικότητας τρόπο γεμάτο από ξεπερασμένα και απλοϊκά στερεότυπα. Από το πρώτο μέρος του βιβλίου περνάνε με συντομία οι παράγοντες που διαμόρφωσαν το κοινωνικό πεδίο όλου του νησιού, με ιδιαίτερη έμφαση στις μετοικεσίες. Και αθέλητα προβάλει το ερώτημα στον αναγνώστη: «Πότε ξεκινά και κυρίως πότε τελειώνει η παράδοση; Ποια τα όριά της;»
Ερώτημα που γίνεται ευλόγως εντονότερο από την ορθότατη παρατήρηση του Στέφανου, ότι η παράδοση δεν είναι στατική. Υπογραμμίζει με τον τρόπο αυτό ο συγγραφέας μας τη δυναμική των μουσικών και των δρώμενων που συνοδεύουν, και θέτει στην άκρη την αναζήτηση της «καθαρότητας», μια αναζήτηση που έχει φέρει ανυπέρβλητα εμπόδια, ειδικά στην ελληνική λαογραφία. Ιδού, λοιπόν, μια ακόμη αρετή του βιβλίου: Θέτει περισσότερα ερωτήματα από εκείνα που καλύπτει μέσω της έρευνας που παρουσιάζει, και προκαλεί τον ενεργό αναγνώστη να σκεφτεί και να κρίνει.

Η υποχώρηση των λαϊκών δρώμενων και της μουσικής τους

Οι διαδράσεις στο πλαίσιο της παράδοσης της υπαίθρου είναι δεδομένες, ιδιαιτέρως από τη στιγμή που αυτή είναι προφορική και βασίζεται στην μνημονική ικανότητα του κάθε πομπού (ενδεχομένως για τον λόγο αυτό οι καλύτεροι ραψωδοί φέρονται να ήταν τυφλοί). Ομοίως βασίζεται και στην ικανότητά της να αφομοιώνει ακούσματα που έκρινε λειτουργικά (π.χ. χορούς ή τραγούδια της πόλης. Και εδώ ο Στέφανος κάνει πολύ χρήσιμες παρατηρήσεις). Οι σαφείς διαφοροποιήσεις των ακουσμάτων στα διάφορα διαμερίσματα του νησιού δείχνουν επίσης μια άλλη πτυχή αυτής της διάδρασης, τη φορά αυτή μεταξύ της ίδιας της υπαίθρου. Έγινε, βεβαίως, ήδη λόγος για το πώς η μεταπολεμική πλημμυρίδα των σύγχρονων μέσων και του τουρισμού συνετέλεσε στην υποχώρηση από την άμεση εμπειρία των δρώμενων και των μουσικών που τα συνοδεύουν, περιορίζοντάς τα, στην καλύτερη περίπτωση, σε έναν κακώς εννοούμενο φολκλορισμό.
Ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, όμως, στα χωριά της Κέρκυρας παρατηρήθηκε μια άλλη ηχητική πλημμυρίδα προερχόμενη από το άστυ, την οποία η υπάρχουσα πρακτική δεν μπόρεσε να αφομοιώσει. Πρόκειται για την οργανωμένη επαφή με την εξίσου σημαντική παράδοση της αστικής χορωδιακής πρακτικής και των συνόλων πνευστών (μπάντες). Αφορμή δεν ήταν μόνο η προβολή της παράδοσης της χώρας από σημαντικό μέρος των κοινωνιών της υπαίθρου ως μέτρου ανύψωσης του βιοτικού επιπέδου της. Ούτε οι χωραΐτες ήταν αδιάφοροι, πολύ περισσότερο εχθρικοί, για το πολιτισμικό βάθος των χωριών (αν μη τι άλλο, οι πρώτες λαογραφικές συλλογές και δομημένες αναφορές στον πολιτισμό των χωριών έγιναν από αστούς).
Ωστόσο, οι χορωδίες και οι μπάντες ήρθαν με δύο μεγάλα όπλα στα χωριά, αφενός με τη λάμψη του καινούργιου και της τοπικά μακράς παρουσίας και αφετέρου με τη μουσική σημειογραφία. Χορωδίες και μπάντες βαθμιαίως αντικατέστησαν τα αυτοσχέδια φωνητικά και οργανικά σύνολα του χωριού ακόμη και σε εμβληματικά δρώμενα. Πρόκειται φυσικά για μια αναπόφευκτη εξέλιξη, για τις συνέπειες της οποίας υπεύθυνοι είμαστε εμείς. Φυσικά και οι δύο μουσικές παραδόσεις (χώρας και χωριού) είναι σημαντικές και σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε η μια να δρα σε βάρος της άλλης. Αντιθέτως, όπως και πριν τον 20ό αιώνα, η διάδρασή τους έδωσε θαυμαστά αποτελέσματα. Η διαχείριση, όμως, αυτών των νέων δεδομένων ήταν δυστυχώς μη αποτελεσματική και δεν ήταν η μόνη περίπτωση κατά τον 20ό αιώνα: ας θυμηθούμε μόνο πόσες παλιές εικόνες από τα εικονοστάσια των σπιτιών μας ή πόσα παλιά έπιπλα δόθηκαν σε διάφορους επιτήδειους ώστε να μπουν στη θέση τους οι νέες χαρτονένιες εικόνες ή τα μοντέρνα έπιπλα. Ήταν η τάση της μεταπολεμικής εποχής, στην οποία τότε ελάχιστοι διέβλεψαν τον κίνδυνο της λήθης.

Η έρευνα συνεχίζεται – Η πρόκληση ανοικτή!

Ο Στέφανος με το βιβλίο του προσπαθεί, έστω και την έσχατη στιγμή, να αναστρέψει τον ρου του χρόνου. Διασώζει, συστηματοποιεί και ερμηνεύει πατώντας γερά στους προηγούμενους και αφιερώνοντας κόπο, χρόνο και μεράκι για να καταγράψει το παρόν και να τα δώσει όλα αυτά στους επόμενους. Φυσικά δεν ξεχνά ούτε στιγμή, ότι είναι μέρος του κοινωνικού-ηχητικού χώρου που αναδεικνύει και αυτό φαίνεται στην συχνά φλογερή πένα του. Επίσης, γνωρίζει ότι μέρος των άμεσων ή έμμεσων ερωτημάτων που θέτει δεν είναι δυνατόν να απαντηθούν, ακόμη και σε βιβλίο 420 σελίδων. Παίρνει, επιπλέον, με την καθοριστική συμβολή του Σπύρου Τσιλιμπάρη το μεγάλο όπλο της μουσικής σημειογραφίας και με τον τρόπο αυτό, μαζί με τα παλιά και τα καινούργια ηχητικά ντοκουμέντα, παγώνει τον χρόνο. Συνολικά, δηλαδή, δημιουργεί ένα εργαλείο, όπως και ο ίδιος περιγράφει το βιβλίο του. Ένα εργαλείο με ποικίλες εφαρμογές, στο οποίο ο οποιοσδήποτε μπορεί να βρει κάτι να προβληματιστεί, είτε πρόκειται για τον απλό αναγνώστη είτε για τον επαγγελματία ερευνητή είτε ακόμη και για τον εμπνευσμένο μουσικό δημιουργό. Και ο Στέφανος Πουλημένος, ως συνειδητοποιημένος συγγραφέας και γνώστης του χώρου, αφήνει 420 σελίδες μετά την εύλογη παραίνεση: «Η πρόκληση παραμένει ανοικτή». Κάθε καλό εργαλείο επιβάλει στον εαυτό του να αναπτυχθεί, πολύ περισσότερο από τη στιγμή κατά την οποία το εργαλείο αυτό εδράζεται σε στέρεες και γεμάτες κόπο και μόχθο βάσεις.



Πρόσκληση συμμετοχής στο δρώμενο

Πώς θα επιτευχθεί η διεύρυνση του εργαλείου και της σωρευμένης γνώσης του βιβλίου; Προσέξτε, αγαπητοί φίλοι! Σε αυτή την ανοικτή διαδικασία που μάς προτρέπει ο Στέφανος Πουλημένος με το εμβριθές πόνημά του θεωρώ δεδομένο ότι όλοι μας άμεσα ή έμμεσα μπορούμε να εισφέρουμε. Είτε εσείς οι ίδιοι που ξέρετε κάποιο επιπλέον τραγούδι είτε εσείς που γνωρίζετε κάποιον άλλον που μπορεί να κρατά στο μυαλό και στην καρδιά, αλλά όχι στο χαρτί ή στη σχετική ασφάλεια μιας ηχογράφησης, έναν ακόμη θησαυρό.
Η εξαιρετική ιδέα του Στέφανου να δημιουργήσει ιστότοπο στον οποίο θα δύνανται να προστίθενται και νέα τεκμήρια καταργεί τον κλειστό χαρακτήρα ενός τόμου και τοις πράγμασι προσφέρει τη δυνατότητα μιας συνεχούς ανανέωσης και πρόσκτησης υλικού, ώστε η αρχή που γίνεται με τον εν λόγω τόμο να μην έχει τέλος. Ομοίως δεν έχει τέλος και η πληροφόρηση, και ενδεχομένως η γνώση μας, για την τόσο σημαντική μουσική της υπαίθρου του νησιού μας. Κεντρικό σημείο αναφοράς υπάρχει πλέον, είναι η υποδειγματική δουλειά του Στέφανου Πουλημένου, ο οποίος προσέθεσε στη βιβλιογραφία της μουσικής δραστηριότητας της Κέρκυρας έναν κρίκο που μέχρι στιγμής έλειπε. Ο Στέφανος, λοιπόν, μάς προσκαλεί στο δικό του δρώμενο, στο οποίο όλοι δέον να συμμετέχουμε.

Αγαπητέ μου Στέφανε Πουλημένε και Αγαπημένε μου Σπύρο Τσιλιμπάρη.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα πολύ να πώ, ότι σάς ευχαριστώ ιδιαιτέρως για την τόσο σημαντική και καλοδουλεμένη έκδοση που μάς προσφέρετε. Ευτυχώς, δεν μπορώ να πω κάτι τέτοιο και ο λόγος είναι απλός: Με την τελευταία παρατήρηση περί της ως δρώμενου συνεχούς ανανέωσης είναι σαφές ότι η έκδοση συνεχίζεται!
Σάς ευχαριστώ από βάθους για την εξαιρετική εργασία σας, την συνειδητοποίηση που μάς προσφέρετε, τον ερευνητικό κόπο, την δομημένη και οργανωμένη αποτίμηση των αποτελεσμάτων σας. Σάς ευχαριστώ, όμως, πλέον τούτων και για όλα εκείνα που θα επακολουθήσουν εξαιτίας της δουλειάς αυτής.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι ενδιάμεσοι ενδεικτικοί τίτλοι στο κείμενο είναι δικοί μας και όχι του ομιλητή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου