Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Ο Γιάννης σκλάβος – Ένα συγκλονιστικό τραγούδι της κερκυραϊκής λαϊκής παράδοσης

Σκλάβοι κωπηλάτες σε οθωμανικό πλοίο
Ένα από τα πολλά παλιά τραγούδια της λαϊκής κερκυραϊκής παράδοσης είναι αυτό με τον τίτλο «Ο Γιάννης σκλάβος» που έχουν καταγράψει ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, στα μέσα του 19ου αιώνα και οι Γεράσιμος Σαλβάνος και Γιάννης Μαρτζούκος στις αρχές του 20ου αιώνα, στις συλλογές που εξέδωσαν για τα «Κερκυραϊκά Δημοτικά Τραγούδια» με αναφορές σε παραλλαγές της Λευκίμμης και των Αργυράδων.
Οι καταγραφές αυτές, ωστόσο, θα είχαν την σχετικά περιορισμένη αξία, μόνο ενός δημοτικού ποιήματος που κάποτε τραγουδήθηκε, αν δεν διασωζόταν η μοναδική, προς το παρόν, ζωντανή μαρτυρία της μελωδίας ενός αποσπάσματος του τραγουδιού, όπως αποδόθηκε από τις αδελφές Φροσύνη Ροή - Φαγογένη και Κατίνα Ροή - Πηλού, στους Καλαφατιώνες Κέρκυρας, τον Οκτώβρη του 2012, σε συνεργείο της ΕΣΤΙΑΣ Ιστορίας και Πολιτισμού των Κυνοπιαστών, για το ρεπερτόριο του Πολυφωνικού Χορού «ΓΕΙΤΟΝΙΑ».
Μια στοιχειώδης έρευνα γύρω από το τραγούδι αυτό, αποκάλυψε ενδιαφέροντα στοιχεία για την προέλευσή του και τις διάφορες παραλλαγές του.
Η Κερκυραία ερευνήτρια Αλεξάνδρα Τζώρα στο βιβλίο της με τον τίτλο «Το Κερκυραϊκό Δημοτικό Τραγούδι Πηγές και επιδράσεις Συγκριτική Μελέτη» που εκδόθηκε το 1986 από την Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, περιλαμβάνει αυτό το τραγούδι στην κατηγορία των Ακριτικών και στην ειδικότερη ενότητα των «τραγουδιών της αρπαγής».
Στην συγκριτική μελέτη και παρουσίαση του τραγουδιού παραθέτει στίχους από τις παραλλαγές του της Λευκίμμης και των Αργυράδων Κέρκυρας, της Κυζίκου Προποντίδας, της Σωζόπολης Μ. Ασίας, του Ρεθύμνου Κρήτης, των Τζουμέρκων της Ηπείρου και της Κερασούντας του Πόντου, ενώ σημειώνεται ότι περιλαμβάνεται επίσης στις συλλογές του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου, Αrnold Passow και βεβαίως στην «Εκλογή» - «Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια» της Ακαδημίας Αθηνών.
Είναι έτσι προφανές από την παράθεση των στίχων και την όλη πλοκή του, ότι το τραγούδι του «Γιάννη σκλάβου», ήλθε στην Κέρκυρα από άλλες περιοχές του Ελληνισμού και πιθανότατα – όπως υποστηρίζει η Αλεξ. Τζώρα -  από τις παραλλαγές της Κυζίκου, της Σωζόπολης ή του Ρεθύμνου.
Πώς ρίζωσε στην Kέρκυρα
Η Κορυφώ μέσα στο Παλαιό Φρούριο και δεξιά το ανοχύρωτο Ξώπολι (έξω - εκτός των τειχών - πόλη)
Στην Κέρκυρα ρίζωσε το τραγούδι γιατί άγγιζε τις πιο ευαίσθητες χορδές των κατοίκων, κυρίως της υπαίθρου του νησιού, κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, που είχαν γνωρίσει σε μεγάλη έκταση ή ζούσαν με τη θύμηση της σκλαβιάς δικών τους ανθρώπων, μετά την αποτυχημένη για τους Τούρκους, πρώτη πολιορκία της Κέρκυρας το 1537, για την οποία το νησί πλήρωσε βαρύτατο τίμημα.
Ο Σουλεϊμάν Β' ο Μεγαλοπρεπής
Τότε, υπολογίζεται ότι πάνω από 20.000 Κερκυραίοι – το πιο ζωντανό και δυναμικό τμήμα του πληθυσμού – που γλίτωσε από τις ανελέητες σφαγές στις οποίες επιδόθηκαν οι δυνάμεις του σουλτάνου Σουλεϊμάν Β΄ του Μεγαλοπρεπή, με πρωταγωνιστή τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, πιάστηκαν αιχμάλωτοι και μεταφέρθηκαν για να πουληθούν ως σκλάβοι, στα σκλαβοπάζαρα της ανατολής (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Καλλίπολη κ.α).
Για την τραγική εκείνη εποχή, συγκλονιστική είναι η μαρτυρία του Κερκυραίου Νίκανδρου Νούκιου, που σε σημείωμά του έγραψε:
«Φάνηκε, που λέτε, καλό στον Σουλεϊμάνη ν’ αφανίσει το νησί με φωτιά και σίδερο, και την πολιτεία, αν ήταν μπορετό, να την υποτάξει. Για τούτο, οι βάρβαροι σκορπίστηκαν στο ξωπόλι κι αφανίσανε τα σπίτια. Αφού τα ξεγυμνώνανε, τους βάνανε φωτιά, κι όσους ανθρώπους πιάνανε, τους παίρνανε σκλάβους και πολλούς τους ξεκάνανε.
Οι άλλοι του στρατού, αφού ξεμπαρκάρανε, όπως είπαμε, αρχίσανε από τον τόπο που ήτανε γύρω από το ξωπόλι κι ανοιχτήκανε και σκορπίσανε σ' όλο το νησί κι όσους βρίσκανε μπροστά τους, τους φερνότανε με τον πιο ανελέητο τρόπο. Σκοτώνανε, σκλαβώνανε, κουρσεύανε, γδύνανε, βάνανε φωτιά, τσακίζανε, κακομεταχειριζότανε, ωσά να ‘τανε μεθυσμένοι, κοπέλες και παντρεμένες, χωρίς ν’ απαφήνουνε τα παιδάκια και τα παλικαρόπουλα, σφάζανε γέρους και γριές χωρίς συμπόνια, βρωμίζανε εκκλησιές και ξωκλήσια»…
“…Την επομένη που έπνεε ούριος άνεμος, αναχωρήσανε, έχοντας πάρει είκοσι δύο χιλιάδες νησιώτες σκλάβους, και σωρούς από χρυσάφι και ασήμι». 
Ο ιστορικός Μάρμορας γράφει: «…Έμενεν η νήσος μετά την αναχώρησιν των Τούρκων τοσούτον κατεστραμμένη, ώστε ωμοίαζε σκελετόν άμορφον και κινόντα εις οίκτον και ευσπλαχνίαν…» 
Στις συνθήκες αυτές, ένα τραγούδι που αναφέρεται σε απελευθέρωση σκλάβου από τούρκικο πλοίο (φρεγάτα) και με οποιοδήποτε τρόπο φτάνει στην Κέρκυρα, επειδή εξέφραζε τον καημό χιλιάδων οικογενειών του νησιού, έγινε γρήγορα δικό τους. Δέχτηκε βέβαια την τοπική επίδραση, με γλωσσικές και φραστικές παραλλαγές και αποδόθηκε με μελωδίες που έχουν μοναδικό κερκυραϊκό – βυζαντινό χρώμα, χορεύτηκε δε σε έναν αρχέγονο, λιτό χορευτικό ρυθμό (είδος συρτού χορού).
Το τραγούδι του «Γιάννη σκλάβου», μαζί με άλλα ακόμη παλαιότερα, όπως το «Κάτω στον Αη Γιώργη» και τα αποσπάσματα από το Βυζαντινό ποίημα – τραγούδι «Λιογέννητη» του 11ου αιώνα, τραγουδήθηκε και χορεύτηκε σε πολλά χωριά της Κέρκυρας, στην κορύφωση των ετήσιων λαϊκών γιορτών της Αποκριάς, χωρίς βέβαια να έχουν αποκριάτικο περιεχόμενο. Τραγουδήθηκαν και χορεύτηκαν ως αφηγηματικά τραγούδια, με ενδιαφέρουσα πλοκή και κατάληξη άλλοτε ευχάριστη, όπως ο «Γιάννης σκλάβος» και άλλοτε τραγική.

Η υπόθεση του τραγουδιού

Tο κεντρικό πρόσωπο του αφηγηματικού μεσαιωνικού τραγουδιού, είναι ο Γιάννης που είχε την κακή τύχη να πιαστεί από του Τούρκους, τρεις μέρες μετά το γάμο του και να μείνει σκλάβος 12 χρόνια!
 Σκλάβος σε πλοίο – αναφέρεται σε κάτεργα και φρεγάτες – που συγκροτούσαν ένα ολόκληρο στόλο,
«Σαράντα δύο κάτεργα κι εξήντα δυό φρεγάδες»
Εκεί, αναφέρεται πως «έχει και σκλάβο όμορφο, στα σίδερα δεμένο» που  το τραγούδι τον θέλει να ομολογεί:
«ήμουν τριώ μερώ γαμπρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος».
Ο σκλάβος Γιάννης, κάποια στιγμή αναστέναξε βαθιά και «στάθηκε η φριγάδα».
Ο Τούρκος καπετάνιος ρώτησε ποιός και γιατί αναστέναξε για να λάβει την απόκριση:
«Εγώ είμαι π’ αναστέναξα κι εστάθηκε η φριγάδα,
θυμήθηκα το σπίτι μου, τη δόλια μου γυναίκα…»
Τότε αφού ζήτησε από το σκλάβο να τραγουδήσει για να τον απελευθερώσει, αυτός το κάνει με βαριά καρδιά λέγοντας:
«Πολλά τραγούδια έχω πει, μα λευτεριά δεν είδα,
μ’ αν είναι για τη λευτεριά να τραγουδήσω κι άλλο»
αποκαλύπτοντας ότι στο όνειρο που είδε
«σήμερα αμπέλια μου πουλού, τσ’ ελιές μου τσι μοιράζουν,
τη δόλια τη γυναίκα μου τη στεφανώνεται άλλος».
Τότε, συγκινημένος ο καπετάνιος από τα λόγια αυτά και το τραγούδι που είπε ο Γιάννης σκλάβος, τον απελευθερώνει και του δίνει γρήγορο άλογο να επιστρέψει στον τόπο του.
Ελεύθερος πλέον ο Γιάννης,
«βιτσιά βαρεί του γρίβα του, στ΄ αμπέλι του αρρεβαίρνει,
και βρίσκει τον πατέρα του τ’ αμπέλια να κλαδεύη…»
Ο πατέρας δεν αναγνωρίζει το γιό του, και στην ερώτηση, ποιανού είναι το χτήμα, απαντάει:
«Τση ερημιάς, τση ακλεριάς του γιού μου του Γιαννάκη,
που ήταν τριώ μερώ γαμπρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος
κι’ άλλοι φορούν τα ρούχα του, άλλοι ‘χουν τ’ άρματά του
Σήμερα σπίτια του πουλού, κι αμπέλια του κλαδεύου,
Σήμερα τη γυναίκα του μ’ άλλονε στεφανώνου»

Αυτά ακούοντας ο Γιάννης από το γέροντα (πατέρα του) τον ρωτάει αν προφτάνει το γάμο κι εκείνος του απαντάει:
«αν έχεις γρήγορο άλογο στην εκκλησιά τσου φτάνεις…»
Τρέχει λοιπόν και τους μετέχοντες στο γάμο «έβρηκε στην τάβλα καθισμένους».
Ζητάει κέρασμα ως ξένος για τη χαρά και η μάνα της νύφης στέλνει την κόρη της να τον κεράσει.
Ο Γιάννης βγάζει από το χέρι του και της χαρίζει τον αρραβώνα του, και η νύφη κάτι γνώριμο διακρίνει σ’ αυτόν. Τον κοιτάζει στα μάτια, τον αναγνωρίζει και της πέφτει, από την ταραχή, ο δίσκος με το κέρασμα από τα χέρια.

Τότε απευθύνεται στους καλεσμένους του γάμου της και τους λέει αποφασιστικά:
«Συμπεθεριά, στα σπίτια σας, δικοί στα εδικά σας,
Εγώ ‘βρηκα το Γιάννη μου, το πρώτο μου στεφάνι.
Ο γρίβας εγονάτισε κι η κόρη απάνω ευρέθη.
Σαν άνεμος την άρπαξε, σαν άνεμος την πήρε…».
Μία εκδοχή του τραγουδιού αυτού, με την εντυπωσιακή  μελωδία της Ανατολικής Ρωμυλίας, αποδίδει ο Θύμιος Γκογκίδης τη βρίσκει κανείς στο YOUTUBE, γράφοντας στην αναζήτηση: Θύμιος Γκογκίδης, σκλάβος και την παραθέτουμε:



Την κερκυραϊκή εκδοχή του τραγουδιού επεξεργάζεται τώρα για να την παρουσιάσει, ο Πολυφωνικός Χορός Κυνοπιαστών «ΓΕΙΤΟΝίΑ».
Στέφανος Πουλημένος
29.10.2013



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου