ΑΡΘΡΑ

H χιλιόχρονη λαϊκή μουσική παράδοση της υπαίθρου Κέρκυρας

H ισχυρή μουσική ταυτότητα της Κέρκυρας και ο χαρακτηρισμός της ως «νησί της μουσικής» οφείλεται κυρίως στην παράδοση που διαμορφώθηκε το 19ο και τον 20ό αιώνα, μέσα από τις φιλαρμονικές της, (από τέσσερις που υπήρχαν στις αρχές του 20ου αι. έφτασαν σε λιγότερο από 100 χρόνια στις 19!) που έχουν την αφετηρία τους στην ίδρυση της Φιλαρμονικής Εταιρίας Κέρκυρας (Παλαιάς) στα 1840, αλλά και στις 10άδες χορωδίες, τα ωδεία, τα ορχηστρικά σχήματα το Μουσικό Σχολείο και φυσικά, στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου. Τα περισσότερα από τα ιδρύματα αυτά αναφέρονται συχνά και στο ιταλικής προελεύσεως λυρικό θέατρο, που εμφανίστηκε στην πόλη της Κέρκυρας από τα 1733 (Σαν Τζιάκομο), αλλά και στους μεγάλους μουσουργούς του 19ου και του 20ου αι. όπως ο Ν. Μάντζαρος, ο Σπ. Ξύνδας, ο  Σπ. Σαμάρας, ο Αλ. Γκρεκ κ.α. που σφράγισαν με το έργο τους, τη μουσική παράδοση του Νησιού αλλά και ευρύτερα της χώρας.

Αιώνες όμως πριν την διαμόρφωση της σύγχρονης και δυναμικής μουσικής ταυτότητας της Κέρκυρας, με την έντεχνη μουσική δημιουργία και τις αδιαμφισβήτητες ιταλικές επιδράσεις, στη διαχρονικά, υπέρτερη πληθυσμιακά, ύπαιθρο του νησιού, την άλλη Κέρκυρα, καταγράφεται ιστορικά με πλήθος στοιχείων και μαρτυριών, η ύπαρξη της πλούσιας λαϊκής μουσικής παράδοσης του νησιού που, άλλοι μεν την αγνοούν και άλλοι σκόπιμα την αποσιωπούν.
Η παράδοση αυτή έχει την αφετηρία της στη διάρκεια της μέσης βυζαντινής περιόδου, (10ος και 11ος αιώνας) και επιβιώνει ως τις μέρες μας, με τα ακριτικά τραγούδια και τις παραλογές, το είδος των τραγουδιών που ήταν διαδεδομένο σ’ ολόκληρο το μεσαιωνικό ελληνικό κόσμο1. Πλήθος τέτοιων αφηγηματικών  τραγουδιών διατηρήθηκε στη ζωή, μέσα από τη λαϊκή παράδοση των απλών ανθρώπων στα χωριά του νησιού, που τα απέδιδαν και σε ορισμένες περιπτώσεις συνεχίζουν να τα αποδίδουν και να τα χορεύουν, με διάφορες παραλλαγές, σε ιδιαίτερες τοπικές μελωδίες, με λιτούς, απλούς συρτούς χορευτικούς ρυθμούς.
Η κατηγορία αυτών των τραγουδιών εμπλουτίστηκε με νεότερες παραλογές και μοιρολόγια, τραγούδια αγάπης με αφηγηματικούς στίχους και κυρίως με πλήθος λαϊκών δίστιχων (λιανοτράγουδων), πολλά από τα οποία, είτε έφεραν μαζί τους πρόσφυγες από την Κρήτη, την Πελοπόννησο, την ΄Ηπειρο κ.α., είτε διαμορφώθηκαν από τις τοπικές κλειστές αγροτικές κοινωνίες και την όποια επαφή είχαν αυτές στο πέρασμα του χρόνου με την εντός των τειχών πόλη.
Μόλις πρόσφατα, ο καθηγητής μουσικολογίας του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, Κώστας Καρδάμης, σε κείμενό του για το έντεχνο τραγούδι των Επτανήσων κατά τον 19ο αιώνα, αναφέρεται σε κερκυραϊκές μελωδίες που ήταν πασίγνωστες στη Βενετία, (το 18ο αιώνα) και σε κερκυραϊκά εξωαστικά άσματα που τραγουδούσε στις αρχές του 19ου αιώνα, στο Παρίσι και το Λονδίνο, ο μετέπειτα πρόεδρος της Γερουσίας και της Ιονίου Βουλής, Εμμανουήλ Θεοτόκης2.
 Ιδιωματικά έθιμα και ελληνική γλώσσα
Ο Γεράσιμος Χυτήρης
Να σημειωθεί εδώ ότι, σύμφωνα με τον ιστορικό και λαογράφο Γεράσιμο Χυτήρη, ο πληθυσμός της κερκυραϊκής υπαίθρου, ως και το 19ο αιώνα, όντας «καταδικασμένος από την πόλη σε απομόνωση, στέκεται πλησιέστερα και συνεπέστερα στις ελληνικές του ρίζες. Διακρατεί μια δική του κουλτούρα αυτόχθονη και αυτάρκη. Ως τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν επηρεάζεται από το αστικό κέντρο και βιώνει τα ιδιωματικά της ήθη, έθιμα, παραδόσεις, χορούς, τραγούδια, παραμύθια, ενδυμασίες και γλώσσα»3.
Ειδικότερα για την τελευταία, ο ιστορικός της Κέρκυρας μεσαιωνοδίφης Ιωάννης Ρωμανός, μελετώντας τα γλωσσικά του νησιού, βρίσκει το 1870, την ελληνική γλώσσα «διαφυλαχθείσα εν τοις αγροίς καθαροτάτην»4, ενώ ο Γάλλος Lamare Picquot, την ίδια εποχή, σημειώνει ότι «οι σχέσεις που διατήρησε τόσα (411) χρόνια η Βενετία με την Κέρκυρα, έκαμαν τους Κερκυραίους (εννοεί της εντειχισμένης πόλης) να αποκτήσουν τα έθιμα και να υιοθετήσουν τη γλώσσα της μητροπόλεως. Όλοι οι αστοί, μαζί με την ελληνική μητρική τους γλώσσα μιλούν και βενετσιάνικα (…). Οι χωρικοί της Κέρκυρας και οι Έλληνες των άλλων νησιών, μιλούν μόνο τα νέα ελληνικά, τα «ρωμαίικα» 5, κάτι που επιβεβαιώνεται απόλυτα και από τη γλώσσα των τραγουδιών της λαϊκής παράδοσης.
Η λαϊκή μουσική παράδοση εμπλουτίζεται
Σ’ αυτό το πλαίσιο, εκτός των μεσαιωνικών τραγουδιών με τη βυζαντινή προέλευση (ακριτικά και παραλογές) κι εκείνων που προστέθηκαν στην συνέχεια, διαμορφώθηκαν επιπλέον και πολλά τραγούδια του γάμου με εξαιρετικούς στίχους και σε μεγάλη ποικιλία μελωδικών παραλλαγών. Τα τραγούδια τούτα, με μικρές ή μεγαλύτερες διαφορές από χωριό σε χωριό, αποδίδονται ακόμη και σήμερα, όλα από ανεπιτήδευτες φωνές, κυρίως γυναικών, που τα μαθαίνουν με το αυτί (αρέκια), χωρίς γνώσεις μουσικής και παλιότερα, χωρίς δυνατότητες ανάγνωσης και γραφής.
Ορισμένα από τα τραγούδια του γάμου και ιδιαίτερα τα χορευτικά, όπως συμβαίνει και στα τοπικά πανηγύρια, συνοδεύονταν παλιά, από αρχέγονα μουσικά όργανα, την ασκομαντούρα (άσκαυλο) και τα ταμπουρλονιάκαρα (νιάκαρα = οξύαυλος)6. Από το 19ο αιώνα τα όργανα αυτά σταδιακά αντικαθίστανται από τα ευρωπαϊκά, βιολί και κιθάρα, ενώ κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, προστίθεται σ’ αυτά και το ακκορντεόν.
Οι ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες ευνόησαν τη δημιουργία και άλλων κατηγοριών τραγουδιών, όπως αυτά της αγροτικής ζωής και ειδικά του ελαιώνα, της ξενιτιάς, της τάβλας, τα λαϊκοθρησκευτικά των μεγάλων γιορτών, τα τραγούδια της αποκριάς, των πανηγυριών κ.α. εμπλουτίζοντας ακόμη περισσότερο την εξαιρετική ποικιλία των τραγουδιών της χιλιόχρονης λαϊκής μουσικής παράδοσης της άλλης, της εξωαστικής Κέρκυρας.
Αστική επίδραση και συρρίκνωση
Η Χορωδία Κυνοπιαστών το 1933, στο πανηγύρι των Αγ. Πάντων Σιναράδων
Μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το ουσιαστικό άνοιγμα της πόλης για τους κατοίκους της υπαίθρου, η διαρκώς διευρυνόμενη επικοινωνία των Κερκυραίων (αστών και χωρικών) μεταξύ τους και η σταδιακή άμβλυνση των κοινωνικών διαφορών, ευνόησε τη μεταφορά έντεχνων αστικών μελωδιών (καντάδων κλπ.) στους φιλόμουσους της υπαίθρου, που τις υποδέχτηκαν αποδίδοντάς τες με το δικό τους τρόπο, παράλληλα με την παμπάλαιη τοπική παράδοση.
Η λαϊκή μουσική παράδοση της υπαίθρου Κέρκυρας, κατορθώνει παρά ταύτα, να επιβιώνει με κάποιες απώλειες, ως και τη 10ετία του 1960. Είναι τότε που σαρώνουν τα πάντα, η αστυφιλία και η μετανάστευση, η εισαγωγή του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης (και δι΄αυτών, των ακουσμάτων από την άλλη Ελλάδα και την πέραν αυτής ανατολή), η σταδιακή αστικοποίηση της ζωής στα χωριά, η ριζική αλλαγή των δομών των μέχρι τότε αγροτικών κοινωνιών αλλά και η μαζική εμφάνιση του τουρισμού.
Βαθιές ρίζες στο χώρο και το χρόνο
Όλα αυτά μαζί, οδήγησαν σε συρρίκνωση τη χιλιόχρονη κερκυραϊκή λαϊκή μουσική παράδοση, όχι όμως στον αφανισμό της.
Στίχοι, ρυθμοί και μελωδίες της, επιβιώνουν στο νησί και στις μέρες μας, σε πλήθος λαϊκών εκδηλώσεων, αποκαλύπτουν και επιβεβαιώνουν την ελληνικότητά τους με την ταυτόχρονη κερκυραϊκή ιδιαίτερη ταυτότητά τους, προσελκύουν δε το ενδιαφέρον φωτισμένων μουσικών και αποτελούν πηγή έμπνευσης για σύγχρονες μουσικές δημιουργίες.
Το γεγονός ότι το Μουσικό Σχολείο Κέρκυρας, προσπερνά αυτή τη χιλιόχρονη παράδοση, εστιάζοντας την εκπαίδευση που παρέχει, κυρίως στη σύγχρονη έντεχνη ελληνική μουσική δημιουργία αλλά και σε ξένες προς τον τόπο ή παρείσακτες στην τοπική παράδοση μελωδίες, δεν αλλάζει τα πράγματα.
Η συστηματική έρευνα της πλούσιας κερκυραϊκής λαϊκής μουσικής παράδοσης, παραμένει ζητούμενο για το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου και είναι καιρός να καταστεί μια από τις άμεσες προτεραιότητές του, ξεπερνώντας το πρόβλημα απουσίας καθηγητή ειδικότητας εθνομουσικολογίας.
Η αναπόσπαστη σχέση, ωστόσο, των τραγουδιών της χιλιόχρονης λαϊκής μουσικής παράδοσης της Κέρκυρας με τους κύκλους του χρόνου και της ζωής των απλών ανθρώπων, σε συνδυασμό με αρκετές ανιδιοτελείς πρωτοβουλίες έρευνας, ανάδειξης και διάδοσής της, είναι όροι αρκετοί για την επιβίωσή της, ακόμη και στη σημερινή δύσκολη εποχή. Κι αυτό γιατί αντλεί τους χυμούς της και τη δύναμή της από τις βαθιές, μέσα στο χώρο και το χρόνο, ρίζες της, ενώ όλο και περισσότεροι Κερκυραίοι βρίσκονται με ασίγαστη τη διάθεση να… φυσούν τα κάρβουνα της παράδοσης για να ξανακοκκινίσουν!
Κυνοπιάστες Κέρκυρας, 30 Σεπτ.2015

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
  1. Γιάννη Μαρτζούκου, «Κερκυραϊκά Δημοτικά Τραγούδια», Αθήνα 1959.
  2. Πρόγραμμα εκδήλωσης της Οπερας Δωματίου Κέρκυρας, για το έντεχνο Επτανησιακό τραγούδι, στον κήπο των π. ανακτόρων της πόλης, στις 18 Σεπτεμβρίου 2015.
  3. Γερ. Χυτήρη, «Η Κέρκυρα στα μέσα του 19ου αιώνα», έκδοση της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών1988, σελ. 16.
  4. Ι. Ρωμανού, «Γρατιανός Ζώρζης, αυθέντης Λευκάδος» εν Κερκύρα τυπ. ΙΟΝΙΑ, 1870.
  5. Lamare Picquot, «Η Κέρκυρα στα μέσα του 19ου αιώνα», Γερ. Χυτήρη, έκδοση της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών,1988, σελ. 68, σημ. 34.
  6. Γερ. Χυτήρη, «Τα λαογραφικά της Κέρκυρας», έκδοση της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, 1988.
Ο Μπέλα Μπάρτοκ* για τη λαϊκή μουσική παράδοση

Ο μεγάλος Ούγγρος συνθέτης Μπέλα Μπάρτοκ
…Η περίπτωση του Μπέλα Μπάρτοκ είναι χαρακτηριστική του απολύτως δημιουργικού τρόπου προσέγγισης της λαϊκής μουσικής παράδοσης. Πρόκειται για μια διαδικασία η οποία αρχικά εκφράζει ένα μαχητικό εθνικισμό με αντιφατικά στοιχεία ενώ αργότερα μετεξελίσσεται σε αναζήτηση κοινών μουσικών τόπων. Τόποι που ενισχύουν την ερευνητική αποδοχή κοινής μουσικής ρίζας σε διάφορες εθνικολαϊκές μουσικές παραδόσεις, έτσι ώστε να διακριβώνεται ένα είδος οικουμενικότητας, η οποία υποστηρίζει μιαν αντίστοιχη ηθικοπολιτική στάση. Όπως ο ίδιος ο συνθέτης υποστηρίζει, σε επιστολή του στον Ρουμάνο μουσικολόγο Octavian Beu (10 Ιανουαρίου 1931): «Η ιδέα μου, εντούτοις, την οποία συνειδητοποίησα πλήρως μόλις ανακάλυψα μέσα μου το συνθέτη, είναι η αδελφοσύνη των λαών, αδελφοσύνη σε πείσμα όλων των πολέμων και των συγκρούσεων. Προσπαθώ – στο μέγιστο των ικανοτήτων μου - να υπηρετώ αυτήν την ιδέα στη μουσική μου. Έτσι δεν απορρίπτω καμιά επιρροή, είτε Σλοβάκικη, Ρουμάνικη ή Αραβική ή από οποιαδήποτε άλλη πηγή. Η πηγή πρέπει μόνο να είναι καθαρή, φρέσκια και υγιής».


Στην πρώτη φάση της συνθετικής του δημιουργίας ο Μπάρτοκ επηρεάζεται από την εθνική μουσική της Ουγγαρίας, ακολουθώντας το πνεύμα του γερμανικού ρομαντισμού. Ακολουθεί δηλαδή την προβληματική και τα ιδεώδη των εθνικών μουσικών σχολών όπου, παρόλες τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις, το εθνικολαϊκό μουσικό στοιχείο αξιοποιείται στο πλαίσιο της συμφωνικής παράδοσης του 19ου αιώνα. Ο Μπάρτοκ αξιολογούσε αυτή τη νεανική του μουσική παραγωγή ως επηρεασμένη από σωβινιστικές πολιτικές τάσεις που αντανακλούσαν το πατριωτικό πνεύμα, κυρίως της ουγγρικής αριστοκρατίας, σε αντιπαράθεση προς την πολιτική ηγεμονία των Αψβούργων. Το ενδιαφέρον Συμφωνικό Ποίημα Kossuth, έργο του 1903, συνοψίζει τη νεανική μουσική δημιουργία του μεγάλου συνθέτη. Στις 8 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, λίγες εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση της ενορχήστρωσης γράφει: «Καθένας, φτάνοντας στην ωριμότητα, πρέπει να θέτει στον εαυτό του ένα στόχο και να κατευθύνει όλο του το έργο και τη δράση του προς αυτόν. Από τη μεριά μου, όλη μου τη ζωή, σε κάθε σφαίρα της, πάντοτε και με κάθε τρόπο θα έχω ένα σκοπό: το καλό της Ουγγαρίας και του ουγγρικού έθνους».



Οι μουσικολογικές εξορμήσεις του Μπάρτοκ τον οδήγησαν στη διαπίστωση ότι αφενός ο θησαυρός της λαϊκής μουσικής παράδοσης δεν ταυτίζεται με τη φαινομενική χρήση της εντός ενός προσχηματισμένου μουσικού ιδιώματος και αφετέρου η δημιουργική του ανακάλυψη και αξιοποίηση προϋποθέτει μιαν ορισμένη ανθρωπολογική προσέγγιση. Δεν αρκεί μια «απέξω» καταγραφή του υλικού αλλά η συμμετοχή σ’ έναν ορισμένο τρόπο ζωής, η συμβίωση στο πλαίσιο μιας κοινότητας απλών και φτωχών χωρικών πέραν της αστικής κουλτούρας των πόλεων. Για να νιώσει κανείς καλύτερα τη ζωτικότητα αυτής της μουσικής, γράφει, «πρέπει να την έχει ζήσει ο ίδιος –και αυτό είναι δυνατό μόνο με άμεση επαφή με τους χωρικούς (…) Πρέπει να έχει δει κανείς τις αλλαγές στο πρόσωπά [τους], όταν τραγουδούν• να έχει συμμετάσχει στις διασκεδάσεις, στους γάμους, στις γιορτές των Χριστουγέννων και στις κηδείες των χωρικών, γιατί σε όλες αυτές τις περιστάσεις τραγουδιούνται ειδικές και συχνά πολύ χαρακτηριστικές μελωδίες».



Ο Μπάρτοκ παρέμεινε πιστός στο ιδεώδες της απλής, φυσικής ζωής. Ακολουθώντας τη ρουσωική οπτική, ανήγαγε τη φυσικότητα των απλών ανθρώπων της υπαίθρου, την αμεσότητα της αγροτικής κοινότητας σε αισθητικό πρόγραμμα, το οποίο αντιπαραθέτει στην επιτήδευση και τον τεχνητό χαρακτήρα της αστικής ζωής:


«Καθαρή δημοτική μουσική είναι η αυθόρμητη έκφραση των αισθημάτων μιας κοινότητας• μιας κοινότητας που είναι κατά το μάλλον ή ήττον απομονωμένη από τον υψηλότερο και τεχνητό πολιτισμό, ιδίως από τον πολιτισμό των πόλεων. Επομένως, καθαρή δημοτική μουσική απαντά κυρίως σε περιοχές όπου οι άνθρωποι είναι κατά το μάλλον ή ήττον αγράμματοι, όπου η μουσική υπηρετεί τις σωματικές και πνευματικές τους ανάγκες με παραδοσιακά μέσα, συχνά επί πολλές εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια, σχεδόν χωρίς ξένες επιδράσεις. Είναι γεγονός ότι κάτω από τέτοιες συνθήκες η μουσική έκφραση είναι σχεδόν χωρίς εξαίρεση συνδεδεμένη με παραδοσιακά έθιμα και τελετές όπως, π.χ., τελετές του γάμου και του θανάτου, τελετές χορών, ή με ορισμένες συλλογικές εργασίες όπως, π.χ., η συγκομιδή των καρπών, κ.ο.κ. Η μουσική αυτή, κατά συνέπεια, είναι μια κοινωνική και όχι ατομική πράξη».


Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία και αποτελεί το τόσο αξιοθαύμαστο επίτευγμα του Μπάρτοκ είναι ο μοναδικός τρόπος που συνδυάζεται η συστηματική μελέτη και αξιοποίηση του λαϊκού μουσικού στοιχείου με τη σύγχρονη μουσική έκφραση. Στα κουαρτέτα εγχόρδων του, στη συγκλονιστική Μουσική για έγχορδα κρουστά και τσελέστα, στη μοναδική όπερά του “Ο Πύργος του Κυανοπώγονα”, στην υπέροχη “Καντάντα Προφάνα”, στην τολμηρή Σονάτα για δυο πιάνα και κρουστά, στη σουίτα “Αντιθέσεις”, στα κονσέρτα του για πιάνο, βιολί, βιόλα, σ’ όλο το έργο της ωριμότητάς του ο Μπάρτοκ αξιοποιεί συστηματικά –όπως και ο ίδιος τονίζει στην Αυτοβιογραφία του – τη λαϊκή μουσική παράδοση- κυρίως της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας και της Σλοβακίας - και τη μετασχηματίζει σε μια από τις πιο πρωτότυπες και πρωτοποριακές μουσικές εκφράσεις του 20ου αιώνα. Μοναδική και απολύτως προσωπική. 


Απόσπασμα από άρθρο του Γιώργου Μανιάτη, με τίτλο «Η λαϊκή μουσική παράδοση ως πολιτικό και αισθητικό πρόβλημα» στον ιστότοπο aristerovima.gr

* Ο Μπέλα Μπάρτοκ (πλήρες όνομα ουγγρ. Béla Viktor János Bartók, 25 Μαρτίου 1881 - 26 Σεπτεμβρίου 1945) ήταν Ούγγρος συνθέτης και πιανίστας.[1] Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες του 20ού αιώνα και, μαζί με τον Φραντς Λιστ, ο μεγαλύτερος Ούγγρος συνθέτης. Η συλλογή και αναλυτική μελέτη της λαϊκής μουσικής τον κατατάσσουν ανάμεσα στους ιδρυτές της Εθνομουσικολογίας.

«ΟΛΟΙ ΟΙ ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΝΙΑ» - 
Εύγε σε όλους τους συντελεστές  της συναυλίας του «ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ»
 Κέρκυρα 31 Ιουλίου 2013 έδειχνε το ημερολόγιο και κάπου εκεί μία σημείωση ότι η  Δημοτική Χορωδία ΔΗΜΟΔΟΚΟΣ, θα πραγματοποιήσει την πανηγυρική της εκδήλωση στο Δημοτικό Θέατρο «ΡΕΝΑ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ» που βρίσκεται στο χώρο του ΜΟΝ ΡΕΠΟ, αυτή την ημέρα, στις 9 και 15 το βράδυ.
Η εκδήλωση ήταν ένα αφιέρωμα στο  ρ ε μ π έ τ ι κ ο  τ ρ α γ ο ύ δ ι  με τον ενδιαφέροντα τίτλο: «΄Ολοι οι ρεμπέτες του ντουνιά»
Ομολογώ ότι ξεκίνησα να πάω με πολλές σκέψεις γιά την επιτυχία του εγχειρήματος καί όχι σαν ειδικός μουσικολόγος ή μουσικοκριτικός αλλά σαν κοινός πολίτης που «βάζει τ’ αυτιά»... Αλήθεια τι αξία θα είχε η όποια εκδήλωση ,αν δεν είχε κοινό ή αν απευθυνόταν μόνο σε ειδικούς;
Πρώτη ευχάριστη έκπληξη αποτέλεσε το πλήθος των συνανθρώπων που γέμισε ασφυκτικά το θέατρο.
Δεύτερη, αν και αναμενόμενη, η συνέπεια των υπευθύνων, που ακριβώς στις 9 και 15 ο κ. Αντώνιος Μάμαλος προλόγισε την εκδήλωση, η οποία άρχισε αμέσως. Τέτοια συνέπεια δεν συνηθίζεται εδώ και καιρό πολύ... σε τόπο και σε χρόνο...
Την χορωδία ΔΗΜΟΔΟΚΟΣ που διευθύνει η κ. Δήμητρα Καλογεροπούλου συνόδευε ρεμπέτικη κομπανία με υπεύθυνο τον κ. Χρήστο Ζάχο.
Το εναρκτήριο τραγούδι ήταν του κ. Σταύρου Ξαρχάκου το Μάνα μου Ελλάς, έξυπνη επιλογή τόσο για το σύνολο μουσικής και λόγου όσο και για τον συμβολισμό, αφού είναι κορυφαίος σύγχρονος συνθέτης μας, που εμπνέεται από το ρεμπέτικο τραγούδι και «στους δρόμους του» δημιουργεί νέες συνθέσεις που η καθολική αποδοχή τους από τους νεοέλληνες φανερώνει την ύπαρξη κάποιου «αόρατου» δεσμού του παρελθόντος με το παρόν της φυλής...
Βασικοί πρωτεργάτες του είδους, όπως οι: Μ. Βαμβακάρης, Μπαγιαντέρας, Β. Τσιτσάνης, Σπ. Περιστέρης, Απ. Χατζηχρήστος αποτέλεσε μία μικρή, μα επιτυχή επιλογή δημιουργών κι έργων.
Η προσαρμογή των τραγουδιών για τετραφωνική χορωδία από την κ. Δ. Καλογεροπούλου πέτυχε να διατηρήσει τον συγκρατημένο χαρακτήρα της μελωδίας, του λόγου και του ρυθμού και να μείνει πιστή στην έκφραση της ζωής με την πιο πλατιά έννοια που εκφράζουν τα ρεμπέτικα. Από κοντά και η ρεμπέτικη κομπανία με την συνοδεία των οργάνων της και με τα διαλείμματα της δικής της παραδοσιακής απόδοσης ορισμένων κομματιών . Εξάλλου σημαντική ήταν και η συμβολή του αφηγητή κ. Χρ. Μπογδάνου στην παρουσίαση των συνθετών.
Η απόδοση των χορωδών, σε κορυφαίες στιγμές, γεγονός που εκφράστηκε τόσο από το χειροκρότημα τού κοινού όσο κι από την μέθεξή του στους ρυθμούς της μελωδίας που εκδηλωνόταν αυθόρμητα και συχνά!!!
Το τόλμημα που επιχείρησε η χορωδία πέτυχε...όλα με τρόπο λιτό, απέριττο και με μία εσωτερική δύναμη...(Μ. Χατζιδάκις). Οι όποιες αμφιβολίες με τις οποίες ξεκίνησα, διασκεδάστηκαν. Μπορώ να πω κι εγώ από εδώ ένα μεγάλο ε υ χ α ρ ι σ τ ω κι ένα μεγαλύτερο  ε  ύ γ ε  σε όλους τους.
΄Ομως...όμως μιά σταγόνα λύπης δεν λέει να μου φύγει. Γιατί τόσον καιρό όλη αυτή η μουσική δημιουργία έμενε παρεξηγημένη  κι «εν πολλοίς» κατατρεγμένη(;) παρά το γεγονός ότι από το 1949 ο Μάνος Χατζιδάκις σε διάλεξή του, τις 31 Ιανουαρίου 1949, έλεγε μεταξύ άλλων: ...ποιά από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα-την μοναδική άξια κληρονομιά που έχουμε πραγματικά στά χέρια μας...
Πολλούς λόγους μπορεί να επικαλεστεί κάποιος.
Ας κρατήσουμε την διαπίστωση της ελληνικότητας αυτής της κληρονομιάς κι ας πάρουμε δύναμη νε εμπιστευτούμε τον εαυτό μας ως έ θ ν ο ς, για να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες του παρόντος.
                                                                                         Τσάντος Φίντης ΙΙ


Υ.Γ.
1. Συνήθως η πανηγυρική εκδήλωση της χορωδίας ΔΗΜΟΔΟΚΟΣ γινόταν στον κήπο των Μουσών του Αχιλλείου. Φέτος ακούστηκε ότι κάποιοι «αρμόδιοι του Υπουργείου Πολιτισμού ζήτησαν 3000  ευρώ γιά την πραγματοποίησή της. Αν αυτό αληθεύει αποτελεί συμβολή σε πολιτιστικές εκδηλώσεις;
2. Θα ήθελα να υποβάλω δύο αιτήματα στους Δημοτικούς άρχοντες της Κέρκυρας
Α) Στο θέατρο ΡΕΝΑ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ θα μπορούσαν να τοποθετηθούν καθίσματα όπως στα γήπεδα...
Β) Νομίζω ότι δεν θα ήταν δύσκολο να φωτιστεί ο δρόμος από την είσοδο του ΜΟΝ ΡΕΠΟ έως το θέατρο.

Μήνυμα στην Κέρκυρα 
από τους Τραγουδιστάδες τση Ζάκυθος

Εντυπωσιακή ήταν από κάθε άποψη η συναυλία και η όλη παρουσία των Τραγουδιστάδων τση Ζάκυθος, το περασμένο Σάββατο στο Δημοτικό Θέατρο και η Κέρκυρα, το νησί της μουσικής, τους υποδέχτηκε μαζικά και θερμά, όπως τους άξιζε άλλωστε… Και τούτο, παρά το γεγονός ότι η προβολή της εκδήλωσης ήταν μάλλον ελλιπής και της τελευταίας στιγμής.
Εγγράφεται ωστόσο στο ενεργητικό της Περιφέρειας Ι.Ν. το γεγονός ότι με τη δική της καθοριστική συμβολή, για πρώτη φορά, ένα τέτοιο συγκρότημα από τη Ζάκυνθο κάνει μια τόσο σημαντική παρουσία στην Κέρκυρα, σε ανταπόδοση μάλιστα της συμμετοχής πέρσι, της Παλιάς Φιλαρμονικής μας σε εκεί εκδηλώσεις.
Δόθηκε έτσι η ευκαιρία, να επιβεβαιωθεί  για μια ακόμη φορά, ότι οι πολιτιστικές ανταλλαγές σ’ αυτό το επίπεδο, μέσα από τις επαφές, τη γνωριμία και την παρουσίαση του έργου και της ταυτότητάς του ενός νησιού στο άλλο, ενισχύουν τους δεσμούς ανάμεσα στους πολίτες της Ιόνιας Περιφέρειας και συμβάλλουν τα μέγιστα στη συνοχή της. Και γι’ αυτό, τα πρώτα τούτα βήματα είναι ανάγκη και να συνεχιστούν και να πυκνώσουν.

Επανέρχομαι στην συναυλία των Τραγουδιστάδων τση Ζάκυθος, για την οποία κυριάρχησαν εδώ, τα θετικά σχόλια από παντού.
Πρώτ’ απ’ όλα, εκτιμήθηκε η συγκρότηση του σχήματος σε συνδυασμό με τη θεματολογία που παρουσίασε, ως εξωστρεφής κίνηση, μέσω της οποίας αναδεικνύεται ο δυναμισμός, η ζωντάνια και η μουσική παράδοση του νησιού. Μια ζώσα παράδοση που εκφράζεται από πολλούς νέους ανθρώπους. Που δεν είναι περιχαρακωμένη στα όρια του νησιού και δεν έχει μουσειακό χαρακτήρα.
Φάνηκε πως η όλη πρωτοβουλία και η θεματολογία που επιλέχτηκε, ένωσε δυνάμεις  στην υπηρέτηση ενός κοινού στόχου, που πηγάζει από την αγάπη προς το νησί τους και αποσκοπεί στην ανάδειξη και προβολή του.
Το γεγονός αυτό, επιβεβαιώνεται από την λιτή αλλά επιτυχημένη σκηνοθετική δουλειά, από τις ανάλαφρες και διακριτικές χορογραφίες, από την ποιοτική αφήγηση στην παρουσίαση της εκδήλωσης, από τη συμμετοχή του γνωστού νέου ταλαντούχου βαρύτονου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Διονύση Σούρμπη και άλλων πολύ σημαντικών καλλιτεχνών στην ορχήστρα και στο φωνητικό σύνολο, που επάξια εκπροσωπούν και υπηρετούν τη μουσική Ζάκυνθο, υπό τη διεύθυνση του μαέστρου - και άριστου ερμηνευτή - Νίκου Γράψα.

Οι Τραγουδιστάδες τση Ζάκυθος, με τη μουσική παράσταση «Mediterranea – Μεσόγειος μια γειτονιά … ένα τραγούδι» ανοίγουν τα φτερά τους στη μουσική και το τραγούδι από διάφορες περιοχές της κοιτίδας των μεγάλων πολιτισμών. Κάνουν μια μουσική περιήγηση στον κόσμο που μας περιβάλλει, ερμηνεύοντας με εντυπωσιακή επιτυχία, γνωστές και άγνωστες μελωδίες και τραγούδια από την Ιταλία, την Κορσική, την Ισπανία, τη Σικελία, την Καλαβρία και την Γκρέτσια Σαλεντίνα, το Αιγαίο, τη Μικρασία και τη Θράκη, μαζί με τις Ζακυνθινές αρέκιες, που έχουν πάντα σημαντική θέση στο πρόγραμμα.
Για την εκπροσώπηση της μουσικής Κέρκυρας στην περιήγηση της Μεσογείου, ακούστηκαν διάφορα. Και είναι αλήθεια ότι δεν ήταν αυτή που έπρεπε, αλλά τούτο δεν αναιρεί σε τίποτε την αξία και την ποιότητα της δουλειάς που έχουν κάνει οι φίλοι μας από τη Ζάκυνθο, γι’ αυτό και έτυχε της θερμότατης υποδοχής από το κερκυραϊκό κοινό και μέσα και έξω από το Δημοτικό Θέατρο.
Θα έλεγα μάλιστα, ότι είναι δική μας ευθύνη που δεν έχουμε ακόμη αναδείξει με απόλυτη σαφήνεια, συγκεκριμένες αντιπροσωπευτικές μελωδίες του τόπου μας και διατηρούμε, μάλλον θολό το τοπίο γύρω από το τί είναι κερκυραϊκό και τί όχι. Προέκυψε τώρα, στην περίπτωση της μουσικής παράστασης του Σαββάτου, αλλά δεν συμβαίνει για πρώτη φορά και είναι ώρα – νομίζω – να γνωρίζουν όλα τα μουσικά ιδρύματα του τόπου μας και οι υπηρετούντες σ’ αυτά, με ποια τραγούδια με ποιες μελωδίες εκπροσωπείται το νησί μας, είτε όταν αυτό αφορά ξένα σχήματα που το ζητούν, είτε τα δικά μας που συχνά δίνουν συναυλίες εκτός Κερκύρας.
Δεν μπορεί και δεν πρέπει να κάνει ο καθένας «του κεφαλιού του» με επιλογές που συχνά δεν αντιπροσωπεύουν το νησί και την πραγματική μουσική του παράδοση τόσο στην έντεχνη, όσο και στη λαϊκή εκδοχή της.

Κλείνοντας αυτό το σημείωμα, θέλω να υπογραμμίσω ότι η Κέρκυρα διαθέτει ασφαλώς μεγάλα και ποιοτικά μουσικά σύνολα (μπάντες, χορωδίες ορχήστρες) και μεγάλα ταλέντα στο χώρο, αλλά ένα αντιπροσωπευτικό σχήμα σαν αυτό των Τραγουδιστάδων τση Ζάκυθος, δεν έχουμε. Διαθέτουμε το έμψυχο δυναμικό, στο πολλαπλάσιο μάλιστα, αλλά μας λείπει ένας κοινός οραματικός στόχος και ένας σαφής προσανατολισμός, που με συνέπεια και εξωστρεφή διάθεση, απαλλαγμένοι από εγωισμούς και αλαζονικές συμπεριφορές, θα υπηρετήσουμε.
Η μουσική παράσταση των Τραγουδιστάδων τση Ζάκυθος, που τόσο θερμά υποδεχτήκαμε και χειροκροτήσαμε, μας στέλνει ισχυρό και ηχηρό το μήνυμα αυτό, που δεν πρέπει να αγνοήσουμε.





Ένας χρόνος χωρίς τον παπα-Κώστα

 Του Παναγιώτη Χασαπιάνου
Μουσικού

Σήμερα συμπληρώνεται ακριβώς ένας χρόνος από την ημέρα που έφυγε από κοντά μας ο μακαριστός πρωτοπρεσβύτερος π. Κωνσταντίνος Σουρβίνος.
Ήταν Τρίτη 24 Μαΐου 2011, λίγα λεπτά πριν τις εννέα το πρωί, όταν ο αγαπημένος μας Πνευματικός Πατέρας, ο παπα-Κώστας, άφηνε το φθαρτό και υλικό κόσμο μας για να περάσει στην αιωνιότητα, στον κόσμο της αφθαρσίας και της αληθινής ζωής.
Ένα χρόνο μετά είναι ίσως κατάλληλη στιγμή για να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις ορμώμενοι και εμπνεόμενοι από τη μεγάλη αυτή Ιερατική και         Πνευματική προσωπικότητα του τόπου μας, τον «παπαΚώστα  απ’ τον Άη Βασίλη».    
Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της διακονίας του άρχισε να διαφαίνεται το πλήθος των αρετών του και έτσι δεν άργησε να κερδίσει την αγάπη, την εκτίμηση και το σεβασμό όχι μόνο των ενοριτών του αλλά και ολόκληρης της κερκυραϊκής κοινωνίας.
Ήταν ένας απλός, προσιτός και ταπεινός άνθρωπος, ένας πράος και ήρεμος συνομιλητής. Όλες του οι ενέργειες  χαρακτηρίζονταν από αποφασιστικότητα και  αποτελεσματικότητα,  οι δε νουθεσίες του ήταν απόσταγμα σοφίας,  πάντα άμεσες και πρακτικά εφαρμόσιμες.
Η προσήλωσή του στις τοπικές εκκλησιαστικές παραδόσεις υπήρξε μνημειώδεις. Αυτό καταμαρτυρείται και από το γεγονός πως χάρη στις δικές του πολυετείς  και επίπονες προσπάθειες διασώζεται σήμερα καταγεγραμμένη η Κερκυραϊκή μας ψαλτική.
Όμως, πρώτα και πάνω απ’ όλα ήταν ένας πνευματικός και χαριτόβρυτος Ιερωμένος που άφησε πίσω του μια μεγάλη πνευματική παρακαταθήκη.
Ως Λειτουργός των Θείων Μυστηρίων υπήρξε τυπικός και ακέραιος. Κάθε φορά που στεκόταν μπροστά από το Άγιο Θυσιαστήριο, για να τελέσει τη Θεία Λειτουργία ή κάποιο άλλο Μυστήριο, η ψυχή του ξεχείλιζε από Θείο πόθο. Ο Ναός πλημμύριζε από ιερή κατάνυξη την οποία  εύκολα μπορούσε να γευτεί όλο το εκκλησίασμα, γι’ αυτό άλλωστε και ήταν πάντοτε κατάμεστος από κόσμο. Τα κηρύγματά του ήταν σε απλή και κατανοητή γλώσσα, μα ταυτόχρονα ήταν μεστά θεολογικού και πνευματικού περιεχομένου.
Την ημέρα της κοίμησής του, ένας από τους πλέον καταξιωμένους Ιερείς της πόλεως μου είπε: «Σήμερα έφυγε το Νο 1 πετραχήλι της Πιάτσας». Ομολογώ πως εκείνη τη στιγμή η φράση αυτή, βγαλμένη μάλιστα από στόμα κληρικού, μου φάνηκε κάπως αδόκιμη. Αναλύοντάς την όμως στο μυαλό μου συνειδητοποίησα πως περιέγραφε, με απλά και σταράτα λόγια, το τί πραγματικά ήταν ο π. Κώστας.
Η φήμη του ως Εξομολόγου Πνευματικού είχε ξεπεράσει τα στενά όρια της ενορίας του, σε πολλές μάλιστα  περιπτώσεις και τα όρια του νησιού. Αυτή ήταν που κατεύθυνε τα βήματα των πιστών και πονεμένων ανθρώπων στον Άη Βασίλη.
Ο  Ναός ήταν ανοικτός τις περισσότερες ώρες της ημέρας, κάθε μέρα και εκείνος ήταν εκεί για να ακούσει τον πόνο και τα προβλήματα του κάθε Χριστιανού που προσέτρεχε στο πετραχήλι του. Όταν καμιά φορά είχε κάποια δουλειά και έλειπε, στην κεντρική είσοδο του Ναού υπήρχε πάντα σημείωμα για το πού και το πώς θα τον έβρισκε όποιος τυχόν τον χρειαζόταν.
Το γραφείο του ήταν εξαιρετικά μικρό, μόλις δύο τετραγωνικά, με λίγα και απλά έπιπλα. Και όμως, μέσα σ’ εκείνο το γραφείο έβρισκε ανάπαυση κάθε κερκυραϊκή (και όχι μόνο) ψυχή που ζητούσε την πολύτιμη πνευματική στήριξη και βοήθειά του!
Κάθε μέρα, εκατοντάδες άτομα περνούσαν από την Εκκλησία είτε για να ανάψουν ένα κερί, είτε για να εξομολογηθούν ή απλά για να τον καλημερίσουν. Ακόμα και μια απλή «καλημέρα» βγαλμένη από το Σεπτό του στόμα ήταν ικανή να καταπραΰνει τις ψυχές των ανθρώπων. Η ηρεμία του λόγου του και το πράο του χαρακτήρα του έκαναν τον συνομιλητή του να ηρεμεί και να σκέφτεται υπό άλλο πρίσμα  τα τυχόν προβλήματά του.   Πόσες φορές είχε συμβεί και σε μένα να τον επισκεφθώ για να του πω μια «καλημέρα» και μετά να φύγω πιο ήρεμος, χωρίς τους  προβληματισμούς που πιθανόν να με διακατείχαν πριν την επίσκεψή μου!
Άλλοτε πάλι,  τύχαινε να περπατώ στη χώρα (πόλη) ή να είμαι σε κάποιο λεωφορείο και να ακούω ανθρώπους όλων των ηλικιών, από κάθε γωνιά της Κέρκυρας να συζητάνε για εκείνον. «Πάω στον π. Κώστα, στον Άη Βασίλη να εξομολογηθώ», ήταν η πιο συνηθισμένη φράση που έλεγαν μεταξύ τους.
Εκεί που πραγματικά ήταν να απορεί κανείς με την αντοχή του ήταν τις παραμονές των μεγάλων εορτών, κυρίως την πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και τη Μεγάλη Εβδομάδα. Ο Ναός ήταν κατάμεστος από κόσμο όχι μόνο κατά τη διάρκεια των Ακολουθιών αλλά και πριν και μετά απ’ αυτές. Πλήθος κόσμου περίμενε υπομονετικά επί ώρες για να εξομολογηθεί. Εκείνος, παρά την κούραση των ημερών, άκουγε υπομονετικά κάθε πονεμένη ψυχή που ξεδίπλωνε τον πόνο της στο πετραχήλι του και είχε για  όλους ένα λόγο παρηγοριάς και συγχώρησης. Μερικές φορές ήταν τόσος ο κόσμος που δεν έκανε διάλειμμα ούτε για το μεσημέρι.  Ξεκινούσε νωρίς το πρωί με Ακολουθία, συνέχιζε με Εξομολόγηση, ξανά Ακολουθία και πάλι Εξομολόγηση.
Ακόμα και όταν μετά από χρόνια η υγεία του κλονίστηκε, δε σταμάτησε να ασκεί το πνευματικό του έργο. Συνέχιζε με τον ίδιο ένθεο ζήλο, με τον ίδιο ρυθμό. Μάταια του λέγαμε να σταματήσει να δέχεται τόσο κόσμο, πως επιβαρύνει την υγεία του, πως πρέπει πια να προσέχει! Έλεγε πως το να ακούει τα προβλήματα των ανθρώπων και να δίνει παρηγοριά ήταν για εκείνον ανάπαυση ψυχής, ξεκούραση. Ακόμα και σε στιγμές ξεκούρασης ή ανάρρωσης στο χωριό του, τους Κυνοπιάστες, δε σταματούσε να δέχεται επισκέψεις από ανθρώπους που είχαν την ανάγκη του. Το συγκλονιστικότερο απ’ όλα είναι πως  και όταν βρισκόταν  στο κρεβάτι του πόνου, ακόμα και τις τελευταίες μέρες πριν την κοίμησή του εξακολουθούσε να έχει δίπλα του το πετραχήλι του και να εξομολογεί!
Πριν από δύο χρόνια, γνώρισα στην Αθήνα μια κυρία, συνταξιούχο νοσηλεύτρια. Όταν της είπα πως κατάγομαι από την Κέρκυρα με ρώτησε αν γνώριζα τον π. Κώστα τον εφημέριο του Αγίου Βασιλείου. Απορημένος τη ρώτησα από πού τον ήξερε. Μου απάντησε πως όταν διορίστηκε η πρώτη της τοποθέτηση ήταν στο Νοσοκομείο της Κέρκυρας όπου έμεινε για ένα χρόνο και εκκλησιαζόμενη στον Άη Βασίλη τον γνώρισε, όταν ακόμα εκείνος ήταν νέος Ιερέας. Η πνευματικότητά του την είχε εντυπωσιάσει και παρόλο που είχε να τον δει ή να μάθει νέα του από τότε, είχε τις ωραιότερες αναμνήσεις από τη συναναστροφή μαζί του.
Η συγκεκριμένη κυρία δεν είναι ο μοναδικός άνθρωπος, μη Κερκυραίος, που γνώριζε τον π. Κώστα. Είχε πολλά πνευματικά παιδιά και εκτός Κερκύρας. Κατά καιρούς είχα τη χαρά να γνωρίσω κάποια από αυτά. Η περίπτωσή της όμως με εξέπληξε γιατί αν και τον γνώρισε  για μικρό διάστημα, πριν από σαράντα χρόνια, τον θυμόταν με συγκίνηση.
Μεγάλη ήταν η προσφορά του και στην κατήχηση των νέων παιδιών. Τα κατηχητικά σχολεία που επί χρόνια λειτουργούσαν στον Άη Βασίλη, με αποκλειστικά δική του φροντίδα, ήταν εκκολαπτήριο χριστιανικών ψυχών, καταξιωμένων αργότερα μελών της κερκυραϊκής κοινωνίας. Πολλοί σήμερα θυμόμαστε, με γλυκιά νοσταλγία, τα όμορφα εκείνα κυριακάτικα πρωινά του κατηχητικού, μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας!  
Για περίπου τέσσερις δεκαετίες ο π. Κώστας επιτελούσε τη μεγάλη  πνευματική αποστολή του αθόρυβα, χωρίς «τυμπανοκρουσίες» και χωρίς να επαίρεται ποτέ και για τίποτα. Όλη του η βιωτή ήταν βασισμένη πάνω στην ταπείνωση του Τελώνου και πάντα έλεγε πως ότι κάνει, αν κάνει, γίνεται με τη βοήθεια του Θεού και μόνο. Ήταν  αυτός που είχε αναλάβει αγόγγυστα ένα μεγάλο μέρος από το  «βαρύ φορτίο» της Εξομολόγησης στην πόλη της Κέρκυρας. Η πνευματικότητα και η σοφία του είχαν καταστήσει τον Άη Βασίλη «πνευματική κυψέλη», εκείνος δε ήταν σίγουρα, στη συνείδηση του κόσμου, ένας  από τους πλέον καταξιωμένους Πνευματικούς της τοπικής μας Εκκλησίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Σήμερα, ένα χρόνο μετά, αν και λείπει από κοντά μας εντούτοις η πνευματική παρουσία του είναι έντονη. Όλοι όσοι είχαμε την ευλογία να τον έχουμε Πνευματικό Πατέρα, «Πατέρα μας», τον αισθανόμαστε δίπλα μας, συνοδοιπόρο στης ζωής μας  τα  δύσκολα και ανηφορικά μονοπάτια, ακοίμητο πρεσβευτή μας στο Δωρεοδότη Χριστό.
ΑΙΩΝΙΑ ΣΟΥ Η ΜΝΗΜΗ,  ΝΑ’ ΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΣΟΥ  ΑΞΕΧΑΣΤΕ, ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΕ  ΜΑΣ  ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕ  ΠΑΤΕΡΑ...

                                                               Παναγιώτης Σπ. Χασαπιάνος    
                                                                              Mουσικός



+ Πρωτοπρεσβύτερος  π. Κωνσταντίνος  Σουρβίνος

Στον απόηχο της μεγάλης εορτής των Χριστουγέννων αλλά και της έλευσης του νέου έτους, ανάμεικτα συναισθήματα πλημμυρίζουν τις καρδιές και τις σκέψεις μας. Εφέτος, η τοπική μας Εκκλησία αλλά και η μικρή μας κοινωνία ήταν φτωχότερες και όχι μόνο από την έλλειψη κάποιων υλικών αγαθών λόγω των συγκυριών που διανύουμε. Ήταν φτωχότερες κυρίως λόγω της απουσίας ενός μεγάλου πνευματικού αναστήματος, ενός μοναδικού ανθρώπου και Ιερωμένου, του μακαριστού πρωτοπρεσβύτερου π. Κωνσταντίνου Σουρβίνου.

Ανάλογα ήταν και τα συναισθήματα που μας διακατείχαν το Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011 όταν,  μέσα σε κλίμα βαθιάς συγκίνησης, τελέσθηκε στον Ιερό Ναό του Αγίου και Θαυματουργού Σπυρίδωνος η Θ. Λειτουργία καθώς και το εξάμηνο μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του. Μάλιστα, η ημερομηνία αυτή έτυχε να συμπίπτει και με την συμπλήρωση πενήντα χρόνων από την εις Διάκονο χειροτονία του  στον ίδιο Ναό.
Πέρα από τους συγγενείς, πλήθος κόσμου, άνθρωποι κάθε ηλικίας αλλά και από κάθε γωνιά της Κέρκυρας, ακόμα και μικρά παιδιά, παραβρέθηκαν για να προσευχηθούν και να τιμήσουν τη μνήμη του «παπα-Κώστα απ’ τον  Άη- Βασίλη», όπως τον ήξεραν.
Παρήγορο και ενθαρρυντικό για τις μέρες μας είναι και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του εκκλησιάσματος κοινώνησε τα Θεία και Άχραντα Μυστήρια .
Τα  δακρυσμένα μάτια των πνευματικών του παιδιών αλλά και των ανθρώπων  που  επί  τέσσερις και  πλέον δεκαετίες  διηκόνησε  ως εφημέριος του
Ι. Ναού Αγ. Βασιλείου & Στεφάνου πόλεως, η  έκφραση των προσώπων που πλημμύριζαν από ευγνωμοσύνη, αγάπη και σεβασμό προσκυνώντας το πετραχήλι και αντικρίζοντας τη φωτογραφία του πνευματικού τους, «του Πατέρα τους» όπως τον αποκαλούσαν και τον ένοιωθαν, ίσως είναι και η καλύτερη σκιαγράφηση του πολύπλευρου, αλλά αθόρυβου και πέρα από κάθε δημοσιότητα, έργου του μέσα στους κόλπους της τοπικής μας Εκκλησίας , αλλά και των πτυχών της προσωπικότητας του π. Κωνσταντίνου.
Ένα έργο αξιόλογο και πλούσιο τόσο στον πνευματικό όσο και στον κοινωνικό και φιλανθρωπικό τομέα, το οποίο δεν μπορεί να αποτυπωθεί μέσα στα στενά όρια μίας σελίδας ενός  άρθρου  γιατί ο κίνδυνος να μη δοθεί η σωστή και η πραγματική διάσταση  αυτού του μεγάλου πνευματικού αναστήματος είναι μεγάλος.

Ψηλά στη συνείδηση κλήρου και λαού

Θα είχε μεγάλη αξία όμως μέσω κάποιων σκέψεων, κάποιων ερωτημάτων, ακόμα και κάποιων προσωπικών  βιωμάτων να επιχειρηθεί να αναζητηθεί το τι τελικά ήταν αυτό το οποίο ανέβασε τον π. Κωνσταντίνο τόσο ψηλά στα μάτια και στη συνείδηση του κλήρου και του λαού; Τι είναι τελικά αυτό το οποίο σήμερα πια λείπει αλλά και θλίβει τα πνευματικά του παιδιά; Πόσο εύκολο είναι κάποιος να σε νοιώθει και να σε αποκαλεί συνειδητά «Πατέρα»;
Ο π. Κωνσταντίνος ήταν ένας σεμνός, ταπεινός και πράος Ιερέας με λόγο απλό, ευθύ και κατανοητό. Η ιδιοσυγκρασία του χαρακτήρα του αλλά και η μόρφωσή του τον βοηθούσαν έτσι ώστε να μπορεί να στέκεται σε μία συζήτηση με την ίδια ευκολία είτε είχε απέναντί του ένα μικρό παιδί είτε ακόμα και έναν επιστήμονα.
Το Μυστήριο της Εξομολογήσεως ήταν αυτό το οποίο έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο ώστε πολύ σύντομα να αποκτήσει δίκαια και επάξια τη φήμη ενός από τους καλύτερους εξομολόγους. Και όπως ένας γιατρός δεν μπορεί να αρνηθεί τη φροντίδα του σε έναν ασθενή, έτσι και ο παπα-Κώστας, «ως ιατρός των ψυχών», ποτέ δεν έκλεισε την πόρτα σε όποιον του ζήτησε βοήθεια αλλά αντίθετα έτεινε πρόθυμα και με πολύ αγάπη το χέρι του να τον βοηθήσει.
Οι παραβολές και τα παραδείγματα που χρησιμοποιούσε τόσο κατά την εξομολόγηση όσο και στα κηρύγματά του ήταν πάντα εύστοχα, επίκαιρα και περνούσαν μηνύματα,  δίνοντας συγχρόνως λύσεις και απαντήσεις σε διάφορους προβληματισμούς. Με την πάροδο του χρόνου κέρδιζε την εμπιστοσύνη, το σεβασμό αλλά κυρίως το ψυχικό δέσιμο με τα πνευματικά του παιδιά γιατί υιοθετούσε τα προβλήματα, τις αγωνίες και τις δυσκολίες που παρουσιάζονταν στη ζωή τους και πέρα από τις πνευματικές νουθεσίες, τους έδινε υπομονετικά και αγόγγυστα πατρικές συμβουλές, όπως θα έκανε και για τα παιδιά του. Ακόμα και ένα νεύμα του πολλές φορές ήταν αρκετό για να καταλάβεις τι έπρεπε να πράξεις. Ήξερες ότι σε κάθε δοκιμασία σου ποτέ δε θα έλειπες από την προσευχή του.

Έλαμπε σαν τον ήλιο

Καθημερινά άνθρωποι κυρίως από τα χωριά της Κέρκυρας αλλά και από τη γενέτειρά του, τους Κυνοπιάστες, όταν κατέβαιναν «στη χώρα» δεν παρέλειπαν να περάσουν απ’ τον Άη-Βασίλη να ανάψουν ένα κερί, να πουν μια καλημέρα  και να πάρουν την ευχή του παπά τους, του «παπα-Κωστάκη» όπως τον φώναζαν οι παλιοί Κυνοπιαστινοί. Ακόμα  και το πώς τον αποκαλούσαν καταμαρτυρεί το πόσο οικείος, πόσο αγαπητός ήταν και πόση καλοσύνη είχε. Αποκαλύπτει ακόμα και το πόσο στενούς δεσμούς είχε με το χωριό του και το ενδιαφέρον που έτρεφε γι’ αυτό. Βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου έχει μείνει η τελευταία φορά που ο παπα-Κώστας, πριν τρία χρόνια, την Κυριακή του Θωμά ήρθε στο ξωκλήσι της Παναγίας του Χανά στους Κυνοπιάστες να προσκυνήσει. Ανακαλύπτοντας ένα αυτοσχέδιο σιδερένιο σήμαντρο  που ήταν κρεμασμένο από ένα δέντρο έτρεξε σαν μικρό παιδί και δε σταματούσε να σημαίνει με αυτό χαρμόσυνα, «αλάρμα». Η λαχτάρα του γι’ αυτό που έκανε δεν κρυβόταν, το ίδιο και η ευτυχία του και η χαρά  του. Το πρόσωπό του έλαμπε σαν τον ήλιο. Καμάρωνε τα μικρά παιδιά της μπάντας του χωριού που έπαιζαν Κερκυραϊκούς σκοπούς αλλά και τους συγχωριανούς του που χόρευαν. Συμμετείχε  ενεργά με όλες του τις δυνάμεις. Ρωτούσε τον εφημέριο αλλά και τους υπεύθυνους των φορέων του χωριού για τα δρώμενα σε αυτό. Έσπευδε  να αγκαλιάσει και να ευχηθεί σε όλους, κυρίως σε αυτούς που έμεναν μόνιμα σε άλλα μέρη και είχαν έρθει μόνο για τον εορτασμό του Πάσχα. Η όλη συμπεριφορά του καταδείκνυε τις απόψεις του για τις τοπικές μας παραδόσεις οι οποίες σχετίζονται με την Πίστη αλλά και τη γενικότερη πολιτιστική μας κληρονομιά και κουλτούρα, τις οποίες είχε αναπτύξει και σε άρθρο του στον έντυπο τοπικό τύπο υπό τον τίτλο «Επιμένουμε  Κερκυραϊκά» .
Μαζί με την άξια πρεσβυτέρα του την Αγαθή Σουρβίνου αλλά και τους  υπόλοιπους συνεργάτες του, έκανε πράξη στη ζωή της ενορίας του τα λόγια του Απ. Παύλου: «Στήκετε και κρατήτε τας παραδόσεις». Μπαίνοντας στην Εκκλησία του Αγ. Βασιλείου ένοιωθες έντονη την παρουσία του Κερκυραϊκού στοιχείου αλλά και μίας ζεστής ατμόσφαιρας που τίποτα δεν είχε να ζηλέψει από αυτήν του χωριού. Γι’ αυτό και άγγιξε την καρδιά πολλών Κερκυραίων που, λείποντας από μικρά παιδιά από το νησί και επισκεπτόμενοι για λίγες μόνο μέρες το χρόνο τον ευλογημένο αυτό τόπο,  είχαν ανάγκη από ακούσματα που θα ζωντάνευαν μέσα τους μνήμες από το παρελθόν. Γι’ αυτό και ήταν ο προορισμός πολλών Κυνοπιαστινών που έμεναν στη πόλη και είχαν την ανάγκη να εκκλησιαστούν, να ψάλλουν συμμετέχοντας στην χορωδία του Ναού αλλά και να συναντήσουν συγχωριανούς τους. Γι’ αυτό  και ανταμειβόταν ο κάθε επισκέπτης του νησιού μας που μπαίνοντας στην κεντρικότερη Εκκλησία της παλιάς πόλης περίμενε δικαιωματικά να  ανακαλύψει κάθε τι το οποίο  είχε σχέση με την τοπική Εκκλησία και όχι κάτι που, στα πλαίσια μίας κακώς εννοούμενης και επιδιωκόμενης ομοιομορφίας, θα συναντούσε και στον τόπο του και άρα δεν θα του έκανε αίσθηση.

Η ζωή και η δράση στην ενορία

Κάνοντας μία μικρή αναδρομή, στη σκέψη μου έρχονται κάποιες εκφράσεις του παπα-Κώστα αλλά και κάποιες εικόνες από τη ζωή της ενορίας τότε που αναδείκνυαν αξίες. Αξίες όπως ο σεβασμός στο εθνικό μας σύμβολο και την τοπική μας παράδοση και άλλες όπως ο εθελοντισμός, η ομαδικότητα, η επιβράβευση και η αναγνώριση του κόπου. Αξίες που στις μέρες μας τείνουν στη φθορά και την αφάνεια. Οι Ελληνικές Σημαίες κυμάτιζαν πάντα σε όλες τις θύρες του Ναού όταν αυτός πανηγύριζε. Οι πασχαλιές που μαζεύαμε εμείς τα μικρά παιδιά τότε από την πλατεία Δημαρχείου για τον Επιτάφιο, μα και ο στολισμός του από το εκκλησίασμα συνοδευόταν από ευχαριστίες αλλά και από την έκφραση «εσείς τον στολίσατε με τα λουλούδια που εσείς φέρατε». Η ευωδία από τα τσαντσαμίνια, τις φρέζες, τις μαντζουράνες, τη μυρτιά και τα άλλα λουλούδια που υπήρχαν στα βάζα και στόλιζαν το Ναό ήταν χαρακτηριστική όπως και η απάντηση που έδινε χαμογελαστός ο παπα-Κώστας σε όσους το επεσήμαιναν αυτό, «μα είναι εγχώρια,  Κυνοπιαστών  παιδί μου». Το μοίρασμα των εύγευστων σπερνών της Αγ. Βαρβάρας συνοδευόταν πάντα από ένα παίνεμα προς αυτούς που κουράστηκαν για να τα φτιάξουν, «μα είναι παραγωγής μας». Τα ρασάκια για τα μικρά παιδιά του Ιερού, τα καλύμματα στην Αγία Τράπεζα και τα προσκυνητάρια μα ακόμα και τα άμφια που φορούσε ιδίως τα τελευταία χρόνια ήταν λιτά, συμφωνούσαν με την τοπική παράδοση και είχαν την προσωπική σφραγίδα της πρεσβυτέρας του που τα έραβε. 
«Νέο αίμα» στην Εκκλησία και την Ιεροσύνη

Με τη βοήθεια του Θεού, την ευσυνειδησία και την εργατικότητα που τον διέκρινε προσέλκυσε πολύ κόσμο στο χώρο της Εκκλησίας και κανέναν δεν έκανε να νοιώσει ότι περισσεύει. Ακόμα και τα μικρά  δεκατετράχρονα  τότε παιδιά που του εμπιστεύθηκε ο Θεός τα αξιοποίησε κατάλληλα. Είχε μεγάλη καρδιά και παιδική ψυχή. Γι’ αυτό και δε δυσκολεύτηκε να μας προσεγγίσει, να μας φέρει σε επαφή με το Ιερό Βήμα,  τις καμπάνες, το ψαλτήρι αλλά και να μας κάνει ενεργά μέλη της Εκκλησίας. Μάλιστα, δύο πνευματικά του παιδιά ο π. Γεώργιος Βλάχος και ο π. Γεώργιος Αυθίνος ακολούθησαν το δρόμο της Ιεροσύνης. Με τον αδερφό του Ιωάννη Σουρβίνο  και τους αείμνηστους Ιεροψάλτες Δημήτριο Σαββάτη και Νικόλαο Λαμπίρη μας αγκάλιασαν δίνοντάς μας τα πρώτα μαθήματα στη Βυζαντινή, τη χορωδιακή αλλά και την Κερκυραϊκή ψαλτική, μη κάνοντας διάκριση καλής ή κακής μουσικής αλλά και χωρίς να παραβιάζεται το τυπικό στις ακολουθίες λόγω του νεαρού της ηλικίας μας. Οι πρόβες που κάναμε για το σκοπό αυτό ήταν πολλές και το «διαπασών» ποτέ δεν έλειπε από το αναλόγιο. Στη ραδιοφωνική εκπομπή της Ε.Ρ.Τ. ΚΕΡΚΥΡΑΣ με τίτλο «Κορφιάτικη ψαλτική» που μεταδόθηκε το έτος 1991, όπου  ψάλαμε και εμείς τα (τότε) παιδιά, ο π. Κωνσταντίνος Σουρβίνος είχε αναφέρει: «...τα παιδιά που ψάλλουν στον Άη Βασίλη είναι για μένα ιδιαίτερη ευλογία του Θεού. Οι Εσπερινοί που κάνουμε με γεμίζουν  με χαρά και κατάνυξη, γιατί το ψάλσιμό τους βγαίνει μέσα από τις αγνές παιδικές ψυχές τους...». Μα και ποιος από τους παλιούς Κερκυραίους δε θυμάται τους Εσπερινούς και τις Παρακλήσεις που γίνονταν στον ΄Αη-Βασίλη; Ποιος δε θυμάται τον παπα-Κώστα μαζί με το μικρό παιδικό «κόρο» που είχε φτιάξει να ψάλλουν ντόπια στους Εσπερινούς που γίνονταν στις Εκκλησίες των Αγίων Πάντων και των Αγίων Πατέρων; Ποιος Κερκυραίος δε τον θυμάται  με τη μελωδική του φωνή να ψάλλει την Μ. Τεσσαρακοστή  στις Προηγιασμένες  το ιδιόμελο «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου...»;

Η διάσωση της κερκυραϊκής ψαλτικής

Ο π. Κωνσταντίνος ως κληρικός ποτέ δεν αποποιήθηκε των ευθυνών του απέναντι στην ιστορία και τις παραδόσεις της τοπικής μας Εκκλησίας. Απεναντίας με όλες του τις δυνάμεις προσπάθησε κυριολεκτικά μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του να διασώσει, να διατηρήσει αλλά και να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του σχετικά με την Κερκυραϊκή ψαλτική, τα τοπικά ήθη και έθιμα στις επόμενες γενιές. Μάλιστα θεωρούσε ύψιστη τιμή για αυτόν όταν στους Αρχιερατικούς πανηγυρικούς Εσπερινούς ο εκάστοτε Μητροπολίτης του ανέθετε να ψάλει  εκείνος το «Φώς Ιλαρόν» στα  κερκυραϊκά, αλλά και όταν έψαλλε στις Παρακλήσεις του Αγίου μας και στις Λιτανείες. Ποτέ δεν υπερηφανεύτηκε για την μελωδική του φωνή και ποτέ δεν εκμεταλλεύτηκε  τη μη καταγραφή της Κερκυραϊκής ψαλτικής ώστε να υποκύψει στον πειρασμό και να ψάλει «κατά το δοκούν», όπως μόνο ένας κακοπροαίρετος θα μπορούσε να ισχυρισθεί. Απεναντίας υπενθύμιζε τις ευθύνες όλων μας, λαϊκών και κληρικών, απέναντι σε αυτή τη μακραίωνη εκκλησιαστική μουσική παράδοση του τόπου μας που έφτασε αναλλοίωτη μέχρι τις μέρες μας χάρη σε αυτόν αλλά και σε άλλους επιφανείς Ιερείς όπως οι μακαριστοί  π. Ευστάθιος Παγιατάκης, π. Νικόλαος Κουρτελέσης, π. Αθανάσιος  Τσίτσας, π. Ιωάννης Σκιαδόπουλος κ.α.. Υπενθύμιζε ότι επί αιώνες αιώνων οι Κερκυραίοι ψαλτάδες έψαλλαν ντόπια και ο Άγιός μας δε σταμάτησε στιγμή να δίνει πλούσια την ευλογία Του. Υπενθύμιζε ότι η κατάνυξη προέρχεται από την καθαρή ζωή του καθενός και όλα τα υπόλοιπα έπονται και έχουν δευτερεύουσα σημασία.

Να συνεχίσουμε το έργο του

Εμείς, τα πνευματικά του παιδιά έχουμε χρέος να συνεχίσουμε αυτό το μεγάλο έργο του, να παραδειγματιστούμε από τη  ζωή του και να εφοδιάσουμε τα παιδιά μας με πνευματικά αγαθά αλλά και να τους μεταδώσουμε αναλλοίωτη αυτή τη μεγάλη κληρονομιά που παραλάβαμε όπως έκανε και αυτός  για εμάς. Και ένα από τα πνευματικοπαίδια του, ο Κερκυραίος καθηγητής μουσικής  Παναγιώτης Χασαπιάνος έκανε το χρέος του. Επιμελήθηκε και επεξεργάσθηκε χειρόγραφες παρτιτούρες και ηχητικό υλικό του π. Κωνσταντίνου, αξιοποιώντας αυτό κατάλληλα, φτιάχνοντας ένα βιβλίο στο οποίο καταγράφεται αυτή η μεγάλη  κληρονομιά της τοπικής μας Εκκλησίας, η Κερκυραϊκή μας ψαλτική .
Αναμφισβήτητα ο π. Κωνσταντίνος μας λείπει και ως άνθρωπος  και ως «πετραχήλι» αλλά και ως ένας γνήσιος  διασώστης της τοπικής εκκλησιαστικής μας παράδοσης. Μας λείπει η ανοιχτή αγκαλιά του στην οποία υπήρχε θέση για όλους ακόμα και για τον  «Άσωτο υιό», ακόμα και για όσους τον πίκραναν και που ποτέ δεν τους έκρινε ή τους κατηγόρησε. Είχε ως αρχή του άλλωστε να μην ασκεί κριτική. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, πριν είκοσι πέντε χρόνια περίπου, την ημέρα των Θεοφανείων όπου με είχε πάρει μαζί του για Αγιασμούς  (κάλαντα) στα σπίτια της ενορίας το εξής περιστατικό. Βγαίνοντας από ένα σπίτι διαπιστώσαμε ότι κάποιος είχε πάρει την ομπρέλα μας  που είχαμε αφήσει στην εξώπορτα. Ο παπα-Κώστας, μη θέλοντας να σκανδαλίσει  την παιδική ψυχή μου δεν κακολόγησε αυτόν που το έκανε. Με έβαλε κάτω από το ράσο του για να με προστατέψει από τη βροχή λέγοντάς μου γελώντας: «Σπύρο μου μη στεναχωριέσαι, από ευσέβεια την πήρε γιατί ήξερε ότι ήταν του παπά»! 
«Ήταν ο πατέρας μας»

Μα και όλα αυτά τα χρόνια, τόσο εμένα όσο και όσους είχαν την ανάγκη του ως στοργικός πατέρας μας προστάτευε και μας φρόντιζε. Δεν είναι λίγες οι φορές που σε συζητήσεις μεταξύ αγνώστων ακούς όταν αναφέρονται σε αυτόν να ομολογούν συνειδητά: «ήταν ο πατέρας μας». Δεν είναι τυχαίο το ότι στην πλειοψηφία τους όλοι όσοι τον γνώρισαν και τον έζησαν έτρεφαν και συνεχίζουν να τρέφουν για αυτόν τα αισθήματα που τρέφει κάθε παιδί για τον πατέρα του. 
Η  Εκκλησία μας, σε αυτό το μεταβατικό στάδιο της επίγειας ζωής μας,  με τα λόγια του Συμβόλου της Πίστεως «προσδοκώ Ανάστασιν νεκρών», έρχεται να μετατρέψει τη θλίψη σε χαρά, σε παρηγοριά και ελπίδα. Ο παπα-Κώστας έφυγε από κοντά μας πορευόμενος το δρόμο της αιωνιότητος. Θα πρέπει όμως να μας απαλύνει τον πόνο το γεγονός ότι βρίσκεται μετά Αγίων και Δικαίων όπου συνεχίζει να ευλογεί, να σκέπει αλλά και να προσεύχεται για όλους εμάς που τόσο αγάπησε αλλά και που τόσο πολύ τον αγαπήσαμε.
Ας  είναι αιωνία του η μνήμη.          
                                   Σπυρίδων Σωτ. Πουλημένος

Η ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΟ ΧΩΡΟΧΡΟΝΟ

Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου

Έχουμε ήδη αποσύρει κάθε είδους ημερολογίου του περασμένου έτους 2011, αφού πλέον εισήλθαμε αισίως στο νέο έτος το 2012, όπου τα γεγονότα εξελίσσονται και καταγράφονται καθημερινά. Όλοι μας επωμισθήκαμε ένα ακόμη έτος, χωρίς να μπορούμε να γνωρίζουμε τι μας επιφυλάσσει ή τι πρόκειται να συμβεί.  Αυτό το άγνωστο μας προκαλεί δικαιολογημένα φόβο και αγωνία, καθώς επιβεβαιώνεται το προ τριετίας σύνθημα «Merry crisis and a happy new fear», αφού ως Χώρα και Λαός είμαστε στον αστερισμό του «μνημονίου» και δεν μπορούμε ούτε να προγραμματίσουμε, αλλά ούτε να προβλέψουμε ή να οργανώσουμε το προσωπικό, το οικογενειακό και το κοινωνικό μας μέλλον.  

Ο «Χρόνος» για τον άνθρωπο ήταν και είναι ένα μυστήριο που απασχόλησε και συνεχίζει να απασχολεί την θεολογία και την φιλοσοφία διότι η πρόσθεση κάθε νέου έτους στους ώμους εκάστου ανθρώπου είναι αλήθεια ότι μας οδηγεί πλησιέστερα στα έσχατα, στην τελική κρίση.
Παρά ταύτα όλοι μας αυτές τις μέρες στις ευχές που δώσαμε και πήραμε, διατηρήσαμε την ελπίδα και την αισιοδοξία, ευχόμενοι και τούτο  το νέο έτος για τις προσδοκίες μας, για την πολύτιμη υγεία μας, για την ευτυχία μας, για την ευημερία μας, καθώς και για την επίτευξη των προσωπικών και επαγγελματικών στόχων. Προσμένουμε, δηλαδή, ότι ο νέος χρόνος θα φέρει γεγονότα ή καταστάσεις, που θα βελτιώσουν, πρωτίστως την ατομική ψυχολογία μας και ακολούθως την προσωπική μας ανάκαμψη και ευημερία, πέρα και έξω από τα δυσάρεστα γεγονότα του περασμένου χρόνου. Και καλώς πράττουμε, γιατί εμείς ορίζουμε και τις πράξεις και το μέλλον μας.  Ωραίες είναι οι ευχές, αλλά δεν λένε τίποτα αν δεν τις πιστέψουμε οι ίδιοι.   Η ανακαίνιση του χρόνου μπορεί να συμβεί μόνο σε υπαρξιακό-βιωματικό επίπεδο.
Ο πανδαμάτωρ χρόνος δεν ευθύνεται για τα ωραία ή τα άσχημα που μας συμβαίνουν. Ο ένας χρόνος έρχεται μετά τον άλλον.  Ίσως αυτό να είναι και το πλέον σοβαρό υπαρξιακό μας πρόβλημα, καθώς έχουμε τη βεβαιότητα, ότι η παρέλευση ενός ακόμη έτους μας οδηγεί γρηγορότερα στο θάνατο. Αν όμως το δούμε μέσα από την προοπτική της αιωνιότητας, τότε θα κατορθώσουμε να κάνουμε υπέρβαση του χώρου και του χρόνου και η αιωνιότητα θα γίνει ο νέος χρόνος, η νέα προοπτική του μέλλοντός μας, που ανακαινίζει ολόκληρη την ύπαρξή μας, όπου σ’ αυτό τον νέο άχρονο χρόνο δεν έχει καμία σημασία το κοσμικό μας παρόν, διότι το μεταϊστορικό μας «γίγνεσθαι», μας οδηγεί σε νέα ζωή και στη νίκη του θανάτου. Δηλαδή ζώντας κανείς την αιωνιότητα μαζί με τον χρόνο καταργεί το θάνατο και βρίσκεται δε διαρκή κοινωνία με τον Αιώνιο Θεό, χωρίς πια την αμαρτία, διότι αυτό μας βεβαίωσε ο Χριστός λέγων ότι, «Ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 6,47). Και τότε η ζωή μεταμορφώνεται σε χαρά και ή ύπαρξη σε αγαλλίαση, ενώ ο χρόνος αποκτά το πραγματικό του νόημα δια της ενώσεως με την αιωνιότητα μέσα στην Θεανθρώπινη ζωή του Χριστού.  Οντολογικά ο χρόνος έχει μία λογική, η οποία μας βοηθά να εισέλθουμε, δια του Λόγου στην αιωνιότητα.  Δηλαδή αυτός που θα βιώσει το χρόνο, έχει τη δυνατότητα να προγευθεί την αιωνιότητα.  Το αντίθετο  είναι για τον άνθρωπο βασανιστική κόλαση.  Γιατί η πραγματική κόλαση, δεν είναι τα γεμάτα από καυτό νερό καζάνια ή οι φλόγες του πυρός, αλλά το μαρτύριο να ζούμε χωρίς τη θέα του Θεού.
Συνεπώς, ο χρόνος αποκαλύπτει την οντολογική αλήθεια της ζωής του ανθρώπου. Και η αλήθεια αυτή συμβαδίζει με τη φθορά και τον θάνατο. Αν ο άνθρωπος δεν βιώσει και δεν αποδεχθεί υπαρξιακά αυτή την πραγματικότητα, μένει ξένος προς την αλήθεια της ζωής και της υπάρξεώς του, διότι ο χρόνος δεν είναι διάφορος της αιωνιότητας, αλλά ταυτίζεται και περικλείει την πρόγευσή της. Η Βασιλεία του Θεού δεν έρχεται μετά από τον χρόνο, αλλά αρχίζει μέσα σ’ αυτόν. Με τον Χριστό το έσχατο προσφέρεται μέσα στο παρόν, διότι ό Χριστός με την ζωή Του, τη διδασκαλία Του, τον θάνατό Του και την Ανάστασή Του, έδωσε στον άνθρωπο την προοπτική της αιωνιότητας.  Μετά τον Χριστό κάθε στιγμή της Ιστορίας προσλαμβάνει εσχατολογικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό βιώνοντες τον χρόνο και ζώντες στο παρόν, βρισκόμαστε στο μέσο του παρελθόντος και του μέλλοντος. Ο Απόστολος Παύλος λέγει περί του παρελθόντος ότι «πίστει  νοούμεν κατηρτίσθαι τους αιώνας» (Εβρ. 11,3), Περί δε του μέλλοντος ότι «εκ πίστεως ελπίδα δικαιοσύνης απεκδεχόμεθα» (Γαλ.  5, 5).
Ο Άγιος Ειρηναίος λέγει ότι «ο Θεός έγινε έγχρονος, δια να γίνωμεν ημείς οι έγχρονοι άνθρωποι, αιώνιοι». Δηλαδή, ότι το «χρονικό κορυφώνεται εις το αιώνιο ήδη, εδώ στη γη». Ο Χριστός, κατά τον Παύλο Ευδοκίμωφ, δεν καταλύει τον χρόνο, αλλά τον πληροί, του δίδει νέα αξία και τον εξαγοράζει. Τα αληθινά γεγονότα δεν χάνονται, αλλά μένουν, ως παρακαταθήκη, μέσα στη μνήμη του Θεού. Η ευχή δια τους νεκρούς ζητά από τον Θεό να τους διατηρήσει στη μνήμην του: «μνήσθητι πάντων των κεκοιμημένων επ’ ελπίδι αναστάσεως, ζωής αιωνίου». Αυτή η αναφορά αποδεικνύει, ότι η αιωνιότητα του ανθρώπου δεν αποτελεί απουσία του χρόνου, αλλά πλήρωση αυτού. Το νέο έτος αποτελεί διά τον καθένα πρόκληση και ταυτόχρονα πρόσκληση  προς την αιωνιότητα του Θεού. Ο Απόστολος Παύλος εις την Α΄ προς Τιμόθεο επιστολή του συμβουλεύει: «επιλαβού της αιωνίου ζωής»  και στην  Α΄ Κορ. γράφει ότι «ο καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστίν, ίνα οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω, ως μη καταχρώμενοι, παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου».
Ο χρόνος, λοιπόν, έχει νόημα σωστικό και αποτελεσματικό στο κάθε παρόν. Διαρκούντος του παρόντος, πρέπει να γίνουν οι σωστές επιλογές και να ληφθούν οι κατάλληλες αποφάσεις. Η σωτηρία ή η απώλεια ευρίσκεται σε συνάφεια με το εκάστοτε παρόν. Για τον άνθρωπο τελικά ο χρόνος είναι ελπίδα. Ιδιαίτερα για όσους «εις Χριστόν» βαπτισθήκαμε και πιστεύουμε είναι ελπίδα Αναστάσεως και υπέρβαση της φθοράς και του θανάτου. Είναι δοξολογία, προσευχή και ευχαριστία, ιδιαίτερα τούτες τις Άγιες και Ιερές ημέρες, που ακόμη διανύουμε.
Άριστα, λοιπόν πράξαμε, παρά τις δυσκολίες και τα προβλήματά μας, που ανταλλάξαμε ευχές. Και μάλιστα αισιόδοξες.  Όμως δεν πρέπει, να λησμονούμε, ότι χρειάζεται και ο δικός μας αγώνας και η δική μας προσπάθεια, δια να γίνουν πραγματικότητα οι ευχές των συγγενών και φίλων. Ο Απόστολος Παύλος συμβουλεύει, ιδίως την πρωτοχρονιά: «Βλέπετε ουν πώς ακριβώς περιπατείτε, μη ως άσοφοι, αλλ’ ως σοφοί, εξαγοραζόμενοι τον καιρόν» (Εφεσ. 5, 16). Και «ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν η ημέρα σωτηρίας» (Β’ Κορ. 6, 2).
Κλείνοντας, ας θυμηθούμε και τον Απόστολο Πέτρο, που προτρέπει: «Εν φόβω τον της παροικίας υμών χρόνον αναστράφητε, ειδότες ότι ου φθαρτοίς, αργυρίω ή χρυσίω, ελυτρώθητε, αλλά τιμίω αίματι ως αμνού αμώμου και ασπίλου Χριστού, ώστε την πίστιν υμών και ελπίδα είναι εις Θεόν» (Α’ Πέτρου 1, 17 -21).
Αίσιος και δημιουργικός ο νέος χρόνος για όλους μας!
Πηγή: http://www.soulosgeorge.com/

Αθώες Φωνές, "θύματα" της ξενομανίας

Δεν είναι οι μέρες που διανύουμε, κατάλληλες για γκρίνια, αλλά δεν αντέχω στον πειρασμό να μην ασχοληθώ μ' ένα θέμα που προβάλλει όλο και πιο συχνά μπροστά μας και προκαλεί τον κοινό νου.
Αναφέρομαι στη χρήση ξένων γλωσσών στην επωνυμία διαφόρων καλλιτεχνικών και ιδιαίτερα μουσικών σχημάτων της Κέρκυρας.
Την αφορμή μου έδωσε η ευγενική πρόσκληση που μου απηύθυνε το ιστορικό Ωδείο Κέρκυρας για την Χριστουγεννιάτικη Συναυλία του. Συναυλία που οργανώνει με τη συμμετοχή του Συνόλου Χάλκινων Πνευστών και Κρουστών "ΙΟΝΙΑΝ ΒRASS ENSEMBLE" και της Παιδικής Χορωδίας "VOCI INNOCENTI".
Ξέρω την πολύ καλή δουλειά που γίνεται στο Ωδείο, το μεράκι και την αφοσίωση των ανθρώπων που το διοικούν, το υψηλό επίπεδο μουσικής παιδείας που παρέχεται εκεί και είμαι βέβαιος για την όμορφη και μελωδική βραδιά που θα παρουσιάσουν με την αποψινή συναυλία των δύο σχημάτων, απόψε στο Ντόμο.
Θα μου επιτρέψουν όμως την ταπεινή παρατήρηση ότι οι συντελεστές της αποψινής συναυλίας, δεν είναι ούτε Εγγλέζοι, ούτε Ιταλοί. Ελληνόπουλα, παιδιά της Κέρκυρας είναι, όπως και το κοινό που θα παρακολουθήσει και θα τα χειροκροτήσει, ως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν.

Προς τι λοιπόν η χρήση Αγγλικής επωνυμίας στο πρώτο συγκρότημα και Ιταλικής στο δεύτερο;
Τους προσφέρουν άραγε μεγαλύτερο κύρος και αναγνώριση οι ξένες επωνυμίες;
Θα τους υποβάθμιζε την εικόνα η χρήση της πλούσιας και ιστορικής μας γλώσσας, της μητέρας των ευρωπαϊκών γλωσσών;
Θα τους δυσκόλευε σε κάτι στο ενδεχόμενο διεθνούς παρουσίας και δράσης τους;
Τι είναι εκείνο τελικά εκείνο που οδήγησε αυτούς που τους έδωσαν την επωνυμία, στην επιλογή εγκατάλειψης της εθνικής μας γλώσσας και τη χρήση δύο άλλων που, κατά σύμπτωση, ήταν γλώσσες ξένων άλλοτε κυρίαρχων του νησιού μας;

Η εκδοχή του να πρόκειται για μια ασυνείδητη πράξη που απλά χρησιμοποιεί το ξένο ως μοντέρνο και απορρίπτει το ελληνικό ως ξεπερασμένο, δεν απαλλάσσει τους εμπνευστές από την ευθύνη της επιλογής τους. Τουναντίον, προκαλεί και προσβάλλει όλους όσους θέλουμε τους φορείς του πολιτισμού μας να σέβονται τον τόπο, την ιστορία και την ταυτότητά του.
Δεν ξέρω αν οι φίλοι της Διοίκησης του Ωδείου τα έχουν σκεφτεί όλα αυτά, ή αν το θέμα τους ξέφυγε, ή απλά το προσπέρασαν χωρίς να δώσουν ιδιαίτερη σημασία. Ούτε μʼ ενδιαφέρει να αναζητήσω τα πρόσωπα που εμπνεύστηκαν τις ξενόγλωσσες επωνυμίες σε τοπικά μουσικά συγκροτήματα.
Εκείνο που θα είχε αξία, είναι να συνειδητοποιηθεί το εσφαλμένο και το άτοπο της επιλογής και να διορθωθεί άμεσα.

΄Ενας Ιταλοσπουδαγμένος φίλος, άοκνος εργάτης του κερκυραϊκού πολιτισμού, με ενημέρωσε χθες ότι "Voci Innocenti" σημαίνει "Αθώες Φωνές" και διερωτώμαι:
Σε τι θα μείωνε το παιδικό χορωδιακό σχήμα, η χρήση της όμορφης, καλόηχης και επιτυχημένης επωνυμίας του στην Ελληνική γλώσσα;
Ασφαλώς σε τίποτε, είναι η αυτονόητη - για τον κοινό νου - απάντηση.
Περιμένω λοιπόν τη γλωσσική αποκατάσταση της επωνυμίας, γιατί σε αντίθετη περίπτωση, η εμμονή στην ακατανόητη Ιταλική εκδοχή της, θα μπορούσε να νοηθεί ως επιλογή ταυτότητας, κάτι που θα "χόντραινε" τα πράγματα. Ακόμη όμως κι αυτό θα ήταν δικαίωμά τους, αρκεί να μας το πουν για να το ξέρουμε...
Αστειεύομαι... Ξέρω ότι πρόκειται για μια ασυνείδητη και μάλλον αφελή επιλογή, χωρίς άλλες διαστάσεις, που μπορεί και πρέπει άμεσα να διορθωθεί. Και είμαι βέβαιος ότι οι φίλοι της Διοίκησης του Ωδείου, θα πράξουν το καθήκον τους προς αυτήν την κατεύθυνση...
                                                 
Γερμανικές και Ιταλικές μελωδίες 
στα… «παραδοσιακά» της Κέρκυρας!

 ΄Αρθρο του Στέφανου Πουλημένου στην εφημ. "Η Κέρκυρα Σημερα"

H Kέρκυρα είναι μοναδικό φαινόμενο στην Ελλάδα - και τον κόσμο τολμώ να πω – στην σχέση του πληθυσμού του νησιού με τη μουσική. Πουθενά αλλού δεν ασχολείται τόσο μεγάλο ποσοστό των κατοίκων με τη μουσική σε όλες τις εκφάνσεις της. Φιλαρμονικές, χορωδίες, φωνητικά σύνολα, ωδεία, μουσικό σχολείο, Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, ορχήστρες από συμφωνικές μέχρι τις λαϊκές κάθε είδους.
Δίκαια λοιπόν χαρακτηρίζεται η Κέρκυρα ως «νησί της μουσικής».
Πολλές δεκάδες – ίσως και εκατοντάδες - δάσκαλοι και καθηγητές μουσικής διδάσκουν μικρούς και μεγάλους τη θεϊκή τέχνη.
Ευνόησε προς τούτο η ιστορική πορεία του τόπου, αλλά εμφανώς επηρέασε και η φύση και το κλίμα στην μουσική μας ταυτότητα.
Από την εποχή που περιγράφουν τα Oμηρικά Eπη, ο βασιλιάς του νησιού Αλκίνοος, περιγράφοντας στο ναυαγό Οδυσσέα, τις συνήθειες και τις ασχολίες των κατοίκων, μιλά για την έφεσή τους στη μουσική. Αυτή ακριβώς η κλίση των κατοίκων στη μουσική δείχνει να διατηρήθηκε μέσα στους αιώνες, παρά τις περιπέτειες και τις πληθυσμιακές ανακατατάξεις.
Σταυροδρόμι πολιτισμών η Κέρκυρα, δέχτηκε όπως ήταν φυσικό, τις επιδράσεις - λιγότερο ή περισσότερο - από τους λαούς που ήρθε σε επαφή, σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, συνεπώς και στη μουσική.

Αφορμή για τούτα τα λόγια, δόθηκε από τη χρήση του όρου «κερκυραϊκή παραδοσιακή μουσική και τραγούδια» που χρησιμοποιείται ευρύτατα σε συναυλίες και άλλες σχετικές εκδηλώσεις, τελευταία δε παρουσιάζεται και μέσω του διαδικτύου (You Tube) κατά τρόπο που, το λιγότερο, προκαλεί σύγχυση.
Κι αυτό γιατί, μη έχοντας ξεκαθαριστεί το τοπίο από τους καθ’ ύλην αρμόδιους, αφήνεται το πεδίο ελεύθερο στον καθένα να αυθαιρετεί και χωρίς γνώση, να ορίζει τι είναι κερκυραϊκό, προκαλώντας ακόμη και τραγελαφικές καταστάσεις.
Ετσι, παρουσιάζονται κλασικά Ζακυνθινά και Κεφαλλονίτικα τραγούδια ως Κερκυραϊκά, Πλακιώτικες καντάδες επίσης. Δυστυχώς όμως δεν περιοριζόμαστε σ΄ αυτά.
΄Εχουμε πάρει και κλασικές ξένες μελωδίες – Ιταλικές και Γερμανικές – τους δώσαμε λόγια ελληνικά και τα αποδώσαμε με βιολί κιθάρα και ακορντεόν, πλασάροντάς τα, μάλλον εν αγνοία των σύγχρονων κερκυραίων,  ως «αυθεντικά κερκυραϊκά». Αυτή – επιτρέψτε μου την έκφραση – η «μαϊμουδιά», στην εποχή των πυκνών πολιτιστικών ανταλλαγών και της ευρείας χρήσης του διαδικτύου, αποκαλύπτεται κατά τρόπο που φθάνει μέχρι τη γελοιοποίηση.

Δεν υπερβάλλω. Το έζησε κερκυραϊκή αυτοδιοικητική αποστολή στο Μιλάνο, όταν μέλη της, σε μια βραδιά γιορτής, ξεκίνησε να τραγουδάει ένα τραγούδι που το ανήγγειλε ως παραδοσιακό της Κέρκυρας, για να δεχτεί τη συνοδεία  200 ιταλών, στη γλώσσα τους βεβαίως, εξηγώντας στη συνέχεια ότι πρόκειται για τυπική, από τις πιο γνωστές και διαδεδομένες ιταλικές μελωδίες. ΄Ηταν το τραγούδι «Δεν θέλω να δουλεύεις» με την – σε ρυθμό βάλς -μελωδία του. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και τα τραγούδια «Θυμωμένος» και «Στ’ Υπαπαντή δεν πάω» αλλά και η Κορακιανίτικη(!) «φουρλάνα».



Και μια εμπειρία τώρα από το διαδίκτυο. Στο You Tube εύκολα βρίσκει κανείς τον λεγόμενο «Παραδοσιακό Κερκυραϊκό Συρτό» - Corfu folk dance - στο άκουσμα του οποίου οι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα σχολιασμού. Ενας λοιπόν Γερμανός, παρατηρεί ευγενέστατα ότι ο σκοπός αυτός είναι Γερμανικός με τον τίτλο "Im Grunewald ist Holzauktion" και είναι έργο του συνθέτη Franz Meißner και μας ήρθε εδώ με τη συνοδεία του Κάιζερ της Γερμανίας μετά το 1908. Ακούω πάλι μέσω διαδικτύου, το Γερμανικό σκοπό (πάνω βίντεο από Υοu Tube) και επιβεβαιώνω του λόγου το αληθές. Κάτι ανάλογο ισχύει και με το άλλο… «παραδοσιακό» μας τραγούδι, τη «Ρούγα».
Αν επρόκειτο για απλή επίδραση της μιας μουσικής στην άλλη δεν θα μπορούσε παρά να τη δεχτεί κανείς ως απόλυτα φυσιολογική. Αλλά εδώ πρόκειται για καθαρή αντιγραφή, για να μη χρησιμοποιήσω τη λέξη κλοπή. Πρόκειται για «μαϊμουδιά» που μας εκθέτει.
Προσέξτε. Όχι η χρήση της μουσικής φόρμας, του σκοπού, της μελωδίας, αλλά η οικειοποίησή της. Ο καθένας στον κόσμο μπορεί να τραγουδάει τα τραγούδια οποιασδήποτε χώρας, να διασκευάζει και να διασκεδάζει με τις μελωδίες της. Αλλά από αυτό το σημείο μέχρι του να τα παρουσιάζει ως γνήσια, αυθεντικά, παραδοσιακά του τόπου, τραγούδια και μελωδίες ξένης χώρας, η απόσταση είναι μεγάλη. Και δεν συγχωρείται ειδικά για την Κέρκυρα, το νησί της μουσικής.
Ιδού λοιπόν η πρόκληση για τα μουσικά μας ιδρύματα. Να ξεκαθαρίσουν το τοπίο, όχι για να αποβάλουμε τις ξένες μελωδίες αλλά για να τις χρησιμοποιούμε, όποτε θέλουμε, με την πραγματική τους ταυτότητα Αν μπορούσαμε να προσδιορίσουμε και τι είναι πραγματικά «παραδοσιακό της Κέρκυρας» ακόμη καλύτερα. Νομίζω ότι ένα τέτοιο έργο, θα ήταν πολύ σημαντικό για τη δική μας μουσική ταυτότητα.

Αποχαιρετάμε τα φράγματα(;) 
- Ενός κακού μύρια έπονται…

΄Αρθρο του Στέφανου Πουλημένου στην εφημ. "Η Κέρκυρα Σημερα" (10.11.2011)


Χρυσίδα: Τα νερά που κάποτε κυλούσαν τη φτερωτή
του Κάτω Μύλου... (των Μαζαρακαίων)
Στην αρχή κυκλοφόρησε ως φήμη η διάσπαση του έργου της Υδρευσης Κέρκυρας και Παξών, αλλά προχθές επιβεβαιώθηκε με την ανακοίνωση για το θέμα, από το γραφείο της Βουλευτή κ. Γκερέκου.
Τρία μικρά υποέργα - λέει η ανακοίνωση - πάνε για ένταξη στο Ειδικό Πρόγραμμα Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΠΠΕΡΑΑ) και θα δημοπρατηθούν για να εκτελεστούν αυτοτελώς. Τα έργα αυτά είναι η ΄Υδρευση Παξών και οι εγκαταστάσεις Αποσκλήρυνσης Νερού των πηγών Χρυσίδας (Κυνοπιαστών) και Νεοχωρακίου (Αργυράδων).
Τα μεγάλα έργα των φραγμάτων και τα εξαρτήματά τους, θα πάρουν το δρόμο μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου για τις Βρυξέλλες, όπου θα (επανα)κριθεί η σκοπιμότητά τους και κυρίως η δυνατότητα της χώρας να τα υλοποιήσει, μέσα στα χρονικά πλαίσια του χρηματοδοτικού προγράμματος.
Αν αυτά συμβούν όπως τα περιγράφει η ανακοίνωση της βουλευτή, είναι πολύ πιθανό - μερικοί μάλιστα μιλούν για βεβαιότητα - η κρίση των οργάνων της Ε.Ε. να είναι αρνητική. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα φταίει - ως συνήθως - η "κακή" Ευρωπαϊκή Ενωση, που δεν ενέκρινε τα έργα, για τα οποία σπαταλήσαμε ως χώρα, χρόνια ολόκληρα, ενώ, για να αμβλυνθούν οι εντυπώσεις - για παρηγοριά - θα έχουμε προς εκτέλεση τα τρία μικρά υποέργα.
Τι θα σημαίνει στην πράξη όμως, η μη εκτέλεση του έργου των φραγμάτων και η αποσπασματική κατασκευή των δύο εγκαταστάσεων αποσκλήρυνσης του νερού των δύο μεγάλων πηγών της κεντρικής και νότιας Κέρκυρας;
Η πρώτη επίπτωση είναι ότι η χώρα μας θα κληθεί να πληρώσει εξ ολοκλήρου τις δαπάνες των απαλλοτριώσεων που αφορούν τα φράγματα, αλλά και το 90% του κόστους των μελετών. Αθροιζόμενα αυτά τα δύο σημαίνει για τα δημόσια οικονομικά, επιβάρυνση της τάξης των 10 περ. εκατομμυρίων ευρώ!
Η δεύτερη επίπτωση είναι ότι η τοπική οικονομία θα χάσει ένα τεράστιο ποσόν που θα μπορούσε να την αναθερμάνει και να δημιουργήσει και ένα σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας, για πολλά χρόνια και μάλιστα σε περίοδο κρίσης.
Ακόμη πιο σημαντικό όμως από τις οικονομικές επιπτώσεις, είναι το περιβαλλοντικό κόστος, καθώς όχι μόνο δεν θα λύσουμε το πρόβλημα των υδάτινων πόρων, αλλά, θα το επιβαρύνουμε ακόμη περισσότερο!
Τούτο θα συμβεί καθώς θα συνεχίσουμε να αντλούμε τεράστιες ποσότητες νερού για τις αυξημένες καταναλωτικές ανάγκες του καλοκαιριού, εξαντλώντας - σε πολλές περιπτώσεις - τα αποθέματα της υπόγειας υδροφορίας.

Ειδικά στη Μέση και στη Νότια Κέρκυρα οι εξελίξεις εκτιμάται ότι θα είναι δυσμενέστερες. Γιατί θ' αυξηθούν παραπέρα οι αντλούμενες ποσότητες νερού, αφού αυτό απαιτούν οι εγκαταστάσεις αποσκλήρυνσης, όπου απορρίπτεται ένα μεγάλο ποσοστό από το νερό που πάει σε επεξεργασία.
Αν αυτά μάλιστα τα δούμε στο ενδεχόμενο μιας - δυο περιόδων ανομβρίας, με ελλιπή αναπλήρωση των αποθεμάτων της υπόγειας υδροφορίας, τότε οι συνέπειες θα ήταν οδυνηρές και δεν θέλω να τις σκέφτομαι.
Γι' αυτό, την επιλογή της αποσπασματικής κατασκευής των εγκαταστάσεων αποσκλήρυνσης, χωρίς τα φράγματα που θα πρόσθεταν μεγάλες ποσότητες νερού για την κάλυψη των καταναλωτικών αναγκών του καλοκαιριού, οι ιθύνοντες του τόπου πρέπει να τη δουν με ιδιαίτερη προσοχή, πριν βρεθούμε ενώπιον απευκταίων καταστάσεων.
Δεν είναι απλά ένα έργο που χάνεται κατά το μεγαλύτερο μέρος, υπόθεση που τη διαχειρίζεται κανείς επιφανειακά και επικοινωνιακά. Είναι οι επιπτώσεις, κυρίως οι περιβαλλοντικές, που ανατρέπουν το συνολικό περιβαλλοντικό σχεδιασμό και πρέπει να τις εξετάσουν υπό το φως της εκδοχής νέων δεδομένων.
Είναι άλλο πράγμα η έγκριση Περιβαλλοντικών Όρων για το σύνολο του έργου, με δεδομένο ότι τα φράγματα θα συγκρατήσουν τεράστιες ποσότητες νερού, που θα δοθούν στην κατανάλωση, κι άλλο - ενώ τα στερείσαι αυτά - να πηγαίνεις σε εγκαταστάσεις που απαιτούν αυξημένη άντληση από την δεδομένη - αλλά και με διακυμάνσεις - υπόγεια υδροφορία.

Οι ιθύνοντες της ΔΕΥΑΚ και του Δήμου οφείλουν να δουν το θέμα με ιδιαίτερη προσοχή, όπως θα πρέπει να προσεγγίσουν και δύο ακόμη ειδικότερα θέματα:
Πρώτο, το κόστος του νερού που θα κληθεί να πληρώσει ο καταναλωτής μετά την αποσκλήρυνση και
Δεύτερο, τις ειδικότερες τοπικές επιπτώσεις στην ευρύτερη περιοχή γύρω από τις γεωτρήσεις στη Χρυσίδα, απ' όπου αντλούνται ήδη 17.000 κυβικά νερού την ημέρα και είναι αμφίβολο αν θ' αντέξουν σε συνθήκες υπεράντλησης.
 - Ας τα δουν τώρα πριν είναι αργά...

  • Σχετικό κείμενο με επίκεντρο τη ΧΡΥΣΙΔΑ, αναρτάται στη Σελίδα ΤΑ ΝΕΑ ΜΑΣ, στο άνοιγμα του ιστολογίου μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου