Παραμονή (25/7/2012) της γιορτής της Αγ. Παρασκευής, στον Μέγα Πανηγυρικό Εσπερινό |
Με τη συμμετοχή πλήθους πιστών από το χωριό και την ευρύτερη
περιοχή, γιορτάστηκε και φέτος η μεγάλη - και τοπικά - γιορτή της Αγίας
Παρασκευής, στο ομώνυμο μοναστήρι των Κυνοπιαστών
Την παραμονή της γιορτής τελέστηκε ο Μέγας Πανηγυρικός
Εσπερινός, μετ’ αρτοκλασίας, χοροστατούντος του σεβ. Μητροπολίτη κ. Νεκτάριου
και με συμμετοχή πλήθους ιερέων.
Η τελετή περιλάμβανε και την περιφορά των λειψάνων τη χειρός
της Αγίας Παρασκευής και της ιερής της εικόνας.
Ο εορτασμός έχει, κάθε χρόνο, τριήμερη διάρκεια (25 έως 27
Ιουλίου) καθώς ολοκληρώνεται με τη γιορτή του Αγίου Παντελεήμονα, οπότε γίνεται
εκ νέου περιφορά των λειψάνων και
επανατοποθέτησή τους στην Αγία Τράπεζα.
Με την ευκαιρία της γιορτής, παραθέτουμε ένα κείμενο με το ιστορικό της Μονής της Αγίας Παρασκευής Κυνοπιαστών, που έγραψε ο φίλος δικηγόρος και ιστορικός ερευνητής Δημήτρης Γ. Καρύδης και είχε δημοσιευτεί στο 2ο τεύχος του πάλαι ποτέ περιοδικού της Ενορίας του χωριού, με τον τίτλο "Κοινόν Κυνοπιαστών".
επανατοποθέτησή τους στην Αγία Τράπεζα.
Με την ευκαιρία της γιορτής, παραθέτουμε ένα κείμενο με το ιστορικό της Μονής της Αγίας Παρασκευής Κυνοπιαστών, που έγραψε ο φίλος δικηγόρος και ιστορικός ερευνητής Δημήτρης Γ. Καρύδης και είχε δημοσιευτεί στο 2ο τεύχος του πάλαι ποτέ περιοδικού της Ενορίας του χωριού, με τον τίτλο "Κοινόν Κυνοπιαστών".
Το ιστορικό της Ι.Μ. της Αγίας Παρασκευής Κυνοπιαστών
Στην πλαγιά ενός λόφου, πάνω από το χωριό των Κυνοπιαστών, στη θέση Πλαγιές, βρίσκεται το Ησυχαστήριο της Αγίας Παρασκευής. Αποτελεί τόπο προσκυνήματος όχι μόνο για τους ντόπιους, αλλά και για τους ταξιδιώτες. Άγνωστο πότε οικοδομήθηκε για πρώτη φορά ο ναός της Αγίας Παρασκευής που έμελλε να ξαναχτιστεί τρεις φορές κατά τους τελευταίους αιώνες.
Η παλαιότερη ιστορική μαρτυρία για την ύπαρξη του ναού ανάγεται στα τέλη του 16ου αι. (1571), όπως αναφέρεται σε καταγραφή των αγαθών της Καικιλίας Καπέλο από τον Κοντόσταυλο* του γειτονικού χωριού των Ψωραραίων. Απ’ αυτήν την πληροφορία προκύπτει ότι ήδη το 1571 ο ναός της Αγίας Παρασκευής υπήρχε και μάλιστα λειτουργούσε ως μοναστήρι. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1590, αναφέρεται ότι jus paptronatus* ήταν η σύζυγος του Μπενέτου Δαμόντε, κληρονόμος της Καπελέτας, χήρας του Φιδέλ Φιδέλη, η οποία διορίζει ιερουργό του ναού τον ιερέα καλο-Ιωάννη Καλούλη.
Στα μέσα του επόμενου αιώνα (1657) το μοναστήρι φαίνεται να ανήκει σε αδελφότητα*, που απαρτιζόταν μάλλον από μέλη της οικογένειας αυτής (Φεδελής και Τζαμαρίας Λουμπάρδος). Λίγα χρόνια αργότερα (1666) εγκαινιάζεται το βιβλίο αναγραφής των περιουσιακών στοιχείων του ναού. Σ’ αυτό αναφέρεται ο ιερέας Μιχαήλ Μοναστηριώτης ως «οικοκύρης… εφημέριος … γιούς πατρονάτος…» αλλά και ως «…κτήτορας…» της εκκλησίας της «…Αγίας Παρασκευής εις ονομασίαν σταις Πλάγιαις, κειμενη εις την διακράτισην του χωρίο Κυνοπιάστων…».
Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1686, οι Φιδελής και Τζαμαρίας Λουμπάρδοι, πατέρας και γιος, έχουν αποβιώσει και το κτητορικό δικαίωμα έχει περιέλθει στο γιο του Φιδελή και εγγονό του Τζαμαρία, Ιωάννη, ο οποίος διαπιστώνει ότι η εκκλησία «…ηβρίσκεται εις το παρόν αφανισμένη και κινδυνέβη να αφανιστή εκ βόθρου…» και προκειμένου «…να λίψει από το αυτό βάρος επειδή και να τρατάρεται εγκλημα της ψυχής του…» παραχωρεί στον ιερέα Αθανάσιο Μοναστηριώτη, το κτητορικό δικαίωμα στην εκκλησία και στα αγαθά της. Ο ιερέας με την παραχώρηση αυτή αναλαμβάνει την υποχρέωση «...δια τον παρόντα χρόνον να την ηθελαι φτιάση ολην την ανωθεν εκκλησίαν απο πάνο, ηγουν την σκέπασιν δια να μην πέση κάτω...». Την επόμενη χρονιά κηρύσσεται αφορισμός για την αποκάλυψη των περιουσιακών στοιχείων της μονής.
Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1686, οι Φιδελής και Τζαμαρίας Λουμπάρδοι, πατέρας και γιος, έχουν αποβιώσει και το κτητορικό δικαίωμα έχει περιέλθει στο γιο του Φιδελή και εγγονό του Τζαμαρία, Ιωάννη, ο οποίος διαπιστώνει ότι η εκκλησία «…ηβρίσκεται εις το παρόν αφανισμένη και κινδυνέβη να αφανιστή εκ βόθρου…» και προκειμένου «…να λίψει από το αυτό βάρος επειδή και να τρατάρεται εγκλημα της ψυχής του…» παραχωρεί στον ιερέα Αθανάσιο Μοναστηριώτη, το κτητορικό δικαίωμα στην εκκλησία και στα αγαθά της. Ο ιερέας με την παραχώρηση αυτή αναλαμβάνει την υποχρέωση «...δια τον παρόντα χρόνον να την ηθελαι φτιάση ολην την ανωθεν εκκλησίαν απο πάνο, ηγουν την σκέπασιν δια να μην πέση κάτω...». Την επόμενη χρονιά κηρύσσεται αφορισμός για την αποκάλυψη των περιουσιακών στοιχείων της μονής.
Δεν γνωρίζουμε το αποτέλεσμα του αφορισμού, αλλά φαίνεται πως ο ναός επισκευάσθηκε και λειτούργησε για τα επόμενα χρόνια, αφού σε καταγραφή των εκκλησιών της περιοχής Μέσης, μεταξύ των ετών 1717-1738 σημειώνονται μόνο τα ονόματα των κτητόρων, χωρίς να γίνεται μνεία της κατάστασής του, όπως για τους ναούς που ήταν σε κακή κατάσταση. Στα μέσα του ίδιου αιώνα, στην περιοδεία του τότε Μέγα Πρωτοπαπά Σπυρίδωνος Βούλγαρη (1753), καταγράφονται τα λιγοστά σκεύη του ναού: τρία καντήλια κι ένα θυμιατό μπρούτζινο, διαπιστώνεται όμως, πως η κατάσταση του ναού είναι άσχημη «...οι πύργοι και η σκέπαση ετοιμα να πέσουν...». Ο παπα-Μοναστηριώτης είχε μάλλον αποβιώσει και η κακή κατάσταση του ναού φαίνεται πως ώθησε τους κληρονόμους να παραχωρήσουν το 1761 την εκκλησία στον ιερέα Γεώργιο Καρύδη από το χωρίο των Ψωραραίων. Ωστόσο κι αυτός, αδυνατώντας να χρηματοδοτήσει τις επισκευαστικές εργασίες, μεταβιβάζει το 1783 το δικαίωμά του στον κυρ Σταματέλο Σουρμπίνο «...δια να βαλί αδελφατο απο τη κίνοτητα του ανοθεν χορίου Κινοπίαστο οση θελίσουν...». Ήδη η εκκλησία «...εβρησκετε εκρεμισμένι από τα θεμελία και μη δίναμένος...». Ο παπα-Γιώργης, ακολουθώντας το παράδειγμα των προκτητόρων του, διακρατεί αναγνωστικό δικαίωμα (καταβολή μιας κούπας με σπερνά και μνήμα).
Μισόν αιώνα αργότερα, το 1818, οι κληρονόμοι του παπα-Γιώργη Καρύδη μεταβιβάζουν στο Γιωργάκη Σουρμπίνο «...δηα αυτον και κολεγιδές του, παρόν Κηβερνηται της εκκλησηας Ηπεραγίας Θεοτόκου Ελεουσας κημενη εις το κένδρον του χωρηου τον Κηνοπιαστόν...» το αναγνωριστικό τους δικαίωμα που κληρονόμησαν στο ναό της Αγίας Παρασκευής.
Μισόν αιώνα αργότερα, το 1818, οι κληρονόμοι του παπα-Γιώργη Καρύδη μεταβιβάζουν στο Γιωργάκη Σουρμπίνο «...δηα αυτον και κολεγιδές του, παρόν Κηβερνηται της εκκλησηας Ηπεραγίας Θεοτόκου Ελεουσας κημενη εις το κένδρον του χωρηου τον Κηνοπιαστόν...» το αναγνωριστικό τους δικαίωμα που κληρονόμησαν στο ναό της Αγίας Παρασκευής.
Έτσι, για πρώτη φορά η εκκλησία περιέρχεται σε αδελφότητα που συνδέεται με το ναό της Παναγίας και τους ίδιους κατοίκους του χωριού των Κυνοπιαστών. Όμως, η εκκλησία φαίνεται πως είχε προβλήματα, καθώς το 1832 η αδελφότητα ζητά από τον Ύπαρχο* Κορυφών να του δοθεί η άδεια να οικοδομήσουν με έξοδά τους το ναό «...οπου ειτον εις κακήν κατάστασην...».
Πράγματι, τον Αύγουστο του 1832 δίνεται η άδεια και το Μάρτη του επόμενου χρόνου ξεκινούν οι εργασίες: κατασκευάζονται οι τοίχοι και προετοιμάζεται τμήμα της σκεπής «...αλλ΄ επειδή και τα σολδία* οπου αυτοι ηχαν και εξώδευσαν, δεν εφθασαν δια να κατάστήσουν τέλειαν τ`ην αυτ`ην οικοδομ`ην, δι`α τούτο, εξ ανάγκης η αυτή εκκλησία μένει ατελειωτη, ως ολοένα ευρίσκετε...». Αποτέλεσμα της οικονομικής αυτής αδυναμίας ήταν η παραχώρηση του ναού στο μοναχό Χριστόφορο Μαζαράκη από τους Κυνοπιάστες. Δεν κατέστη δυνατόν να βρεθεί το σχετικό έγγραφο της παραχώρησης, όμως από μεταγενέστερη πράξη του 1852, προκύπτει ότι στο μεσοδιάστημα είχε αποκτήσει το κτητορικό δικαίωμα.
Στην αίτηση που υπέβαλε ο Μαζαράκης στη Διοίκηση για τη σύσταση μοναστηριού, σημειώνεται ότι «…ο τόπος οπου εκειτο η ρηθεισα εκκλησία δεν ητον κατάλληλος και αρκετά εκτεταμένος διά τ`ην του ποθουμένου μοναστηρίου κατασκευήν, εσκέφθη νά αγοράση εν πλισιόχωρον τόπον μακράν της ρηθείσης εκλησίας… οπου ηρξατο την οικοδομήν εκ του ετους 1833, αποπερατώθη δε η κατασκευή εις το ετος 1835, καθ ον καιρόν γινομένης της εγκαινιάσεως ακολουθεί να ιερουργείται η αυτή εκκλησία δι εξόδων φιλοχρίστου τινος γυναικός επιθυμίαν εχούσης την του μοναστηρίου καθίδρυσιν..…». Τούτη η τελευταία δεν ήταν άλλη από την Άννα Περδικομάτη, χήρα του Ιωάννη Μάστρακα, που κατοικούσε στην πόλη, αλλά καταγόταν από τους Κυνοπιάστες και που αναφέρεται ως “Abbadessa” (ηγουμένη).
Τα ιερά λείψανα της μονής |
Σ’ αυτήν, στην ανιψιά του Αικατερίνα και στην Αννέτα, στη Νικολέτα, κόρη του ποτέ Μιχαήλ Μπαρούτζη, παραχωρεί το 1852 ο μοναχός Χριστόφορος Μαζαράκης σε εμφύτευση* την εκκλησία. Αυτές αναλαμβάνουν να έχουν την επιμέλεια της εκκλησίας και να πληρώνουν ετήσιο εδαφονόμιο* «...τάλληρα βενέτικα δώδεκα...» και να καταβάλουν στο μοναχό αναγνωριστικό δικαίωμα* «... εις την ημέραν της εορτης της ανωθεν Αγίας κατά τον μηναν Ιούλιον εκάστου ετους κηρίον λίτρα μυσή, καί εν αρτον διαρκούσης της ζωης αυτου...». Την ίδια χρονιά ο Μαζαράκης απευθύνει αίτημα στη διοίκηση του νησιού για να λάβει άδεια λειτουργίας ησυχαστηρίου.
Ο μοναχός Μαζαράκης φαίνεται πως ήταν αρκετά δραστήριος, αφού τον συναντάμε να ταξιδεύει το 1849 στην Κεφαλλονιά για να συγκεντρώσει χρήματα, εκθέτοντας λείψανα διαφόρων αγίων, που πιθανότατα ο ίδιος είχε συλλέξει. Το 1862 συμφωνεί με το μοναχό Γαβριήλ Μηλιώνη και τον ιεροδιάκονο Άνθιμο Μετζούνη (αμφότεροι απ’ την Ήπειρο) να θέσουν σε κοινοκτημοσύνη τα κτήματα του Μαζαράκη στην περιοχή Κυνοπιαστών και το παρεκκλήσιο του Αγίου Σπυρίδωνος στις Κυνοπιάστες, που είχε παραχωρηθεί στους τρεις ιερωμένους από τους κτήτορές του. Συμφώνησαν ότι όλα τους τα αγαθά θα περιέρχονταν στον τελευταίο επιζώντα απ’ αυτούς και αν μεν η κοινότητα Κυνοπιαστών θελήσει να τους διαδεχθεί στη διατήρηση του παρεκκλησίου του Αγίου Σπυρίδωνος, τότε η περιουσία τους θα περιέρχεται σ’ αυτήν, αν όμως, η κοινότητα δεν θελήσει να τους διαδεχθεί, θα λάβει μόνο το παρεκκλήσιο, όχι όμως, και την περιουσία. Δεν είναι πλήρως εξιχνιασμένο τι ακριβώς συνέβη με την τύχη της περιουσίας των μοναχών, ούτε πώς λειτούργησαν ταυτόχρονα οι δύο αδελφότητες, μοναχών και μοναζουσών. Ωστόσο, ο μοναχός Γαβριήλ Μηλιώνης παραχώρησε το 1877 όλα τα περιουσιακά στοιχεία που βρέθηκαν στα χέρια του στις εναπομείνασες μοναχές Αγαθή Παπίρη και Νυμφοδώρα Μπαρούτζη.
Στο πέρασμα των αιώνων ο ναός της Αγίας Παρασκευής είχε διαρκή κατασκευαστικά προβλήματα, που πάντοτε έρχονταν ως πρώτη προτεραιότητα. Έτσι, στις διάφορες αναγραφές* τα ιερά σκεύη που καταγράφονται, δεν είναι πολλά ή αξιόλογα: τέσσερα καντήλια κι ένα θυμιατό, όλα μπρούτζινα, μια ασημένια κορώνα στην εικόνα της Αγίας Παρασκευής και τα αναγκαία βιβλία για την ιερουργία. Ο ευπρεπισμός του ναού ξεκινά μετά τα μέσα του 19ου αι. Η μοναχή Νικολέτα Μπαρούτζη, μετονομασθείσα σε Νυμφοδώρα, αποτέλεσε τη στερεή βάση, πάνω στην οποία συνέχισε αδιάλειπτα να λειτουργεί η γυναικεία μοναστική αδελφότητα. Όπως μνημονεύεται στη διαθήκη της (1895) ήταν «..…εξ αρχής ηγουμένη του αυτού μοναστηρίου..…».
Στο μοναστήρι εκτός από την εικόνα της Αγίας Παρασκευής, που
έχει αγιογραφήσει μάλλον Ρώσος αγιογράφος, φυλάσσονται τα ιερά λείψανα της δεξιάς
χειρός της Αγίας και μέρος του λειψάνου του Οσίου Ιωσήφ του Ηγιασμένου που
μεταφέρθηκε από την Ζάκυνθο από το συγχωριανό μας μοναχό Χριστόφορο Μαζαράκη.
Στο πρώτο μισό του 20ο αιώνα, στο μοναστήρι αναφέρονται
οι μοναχές εκτός από τη Νυμφοδώρα, η Μακρίνα, η Μακαρία και η Ευπραξία.
Το 1960 γίνεται Ηγουμένη της μονής η μοναχή Νυμφοδώρα
Σουρβίνου. Ενώ ένα χρόνο πριν γίνεται η κουρά της μοναχής Ευπραξίας Σουρβίνου.
Το 1967, ακολουθεί η μοναχή Παρασκευή Σουρβίνου και το 1970 η Νεκταρία αδελφή
της Ηγουμένης, όλες από το χωριό Κυνοπιάστες.
Το 2003 έρχεται στο μοναστήρι η νεότερη μοναχή Μακρίνα
Τριανταφύλλου.
Το μοναστήρι ανακαινίστηκε εκ θεμελίων, ενώ το 1984
αναγέρθηκε η νέα πτέρυγά του με πολλούς
λειτουργικούς και βοηθητικούς χώρους. Στο νέο κτίριο, πάνω από το αρχονταρίκι,
λειτουργεί σήμερα εργαστήρι αγιογραφίας, όπου αγιογραφεί η μοναχή Μακρίνα.
Η γιορτή της Αγίας Παρασκευής
Η γιορτή της Αγ. Παρασκευής το 2000. |
Η πανήγυρη της Αγίας Παρασκευής αποτελεί ένα ξεχωριστό
γεγονός για τα εκκλησιαστικά δρώμενα στην Κέρκυρα και γίνεται τριήμερο
εορταστικών εκδηλώσεων που ξεκινά την παραμονή της γιορτής (25 Ιουλίου) οπότε
τελείται ο πανηγυρικός Εσπερινός της Αγίας και η περιφορά των Ιερών Λειψάνων που εκτίθενται σε τριήμερο
προσκύνημα.
Ανήμερα της γιορτής τελείται ο ΄Ορθρος και η πανηγυρική Θεία
Λειτουργία με αρτοκλασία. Πλήθος κόσμου συρρέει κάθε χρόνο από παντού για να
προσκυνήσει και συνεορτάσει με την αδελφότητα τη μεγάλη γιορτή και να απολαύσει
το όμορφο περιβάλλον τόσο του μοναστηριού όσο και της ευρύτερης περιοχής. Οι
μοναχές προσφέρουν πλούσια γλυκίσματα και άλλα κεράσματα.
Την επομένη, 27 Ιουλίου, τελείται παρακλητικός κανόνας και η
εναπόθεση των λειψάνων στην Αγία Τράπεζα στο καθολικό της Ιεράς Μονής.
Το μοναστήρι αποτελεί
για τους επισκέπτες προορισμό πνευματικής αναζήτησης, εσωτερικής γαλήνης και
ψυχικής ανάτασης σε σχέση με τις αντιξοότητες της σύγχρονης εποχής και
κοινωνίας που ζούμε.
Δημήτρης
Γ. Καρύδης
Γλωσσάρι:
Αναγνωριστικό δικαίωμα: Η προσφορά ανταλλαγμάτων (π.χ. προσφορά σπερνών, κεριού, δικαίωμα ταφής κ.ά.) αποτελούν αναγνώριση του κτητορικού δικαιώματος.
Αδελφότητα: Ομάδα που λειτουργούσε ως συλλογικός φορέας των κτητορικών δικαιωμάτων των κτητόρων.
Αναγραφή: Απογραφή περιουσιακών στοιχείων.
Αφορισμός: Η αποπομπή από το σώμα της εκκλησίας. Την εποχή αυτή χρησιμοποιείται ως μέσο εκφοβισμού.
Γέροντες: Οι εκπρόσωποι της τοπικής διοίκησης των χωριών με διετή θητεία.
Εδαφονόμιο: Το αντάλλαγμα της εμφύτευσης.
Εμφύτευση: Είδος παραχωρητικής συμβάσεως.
Jus patronatus: (ή γιους πατρονάτος) κτήτωρ.
κανισκεψία: Είδος αγροτικής καλλιεργητικής συμβάσεως.
Καπετάνιος: Ο στρατιωτικός διοικητής του νησιού.
Κοντόσταυλος: τοπικός αξιωματούχος με αρμοδιότητες αστυνομικού χαρακτήρα.
Μέγας Πρωτοπαπάς: Ο επικεφαλής της τοπικής ορθόδοξης εκκλησίας.
Πραχθικός: Τοπικός πραγματογνώμονας.
Σόλδια: Είδος νομίσματος (soldi), χρήματα.
Ύπαρχος: Έπαρχος του νησιού με διοικητικές εξουσίες.
Χωρίον των Ψωραραίων: Γειτονικό χωριό που μετονομάστηκε το 1936 σε Άγιο Προκόπιο.
Βιβλιογραφικά βοηθήματα και πηγές:
Αρχείο
του Ησυχαστηρίου.
Γενικά
Αρχεία του
Κράτους – Αρχεία
Νομού Κέρκυρας:
αρχειακές σειρές:
Εγχώριος Διαχείρισις, Συμβολαιογράφοι, Ιόνιον Κράτος.
Σπ. Καρύδης, Ορθόδοξες αδελφότητες και συναδελφικοί ναοί στην Κέρκυρας (15ος – 19ος αι.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου