Τρίτη 24 Απριλίου 2018

"Ο Άη Γιώργης και το θεριό" στη λαϊκή παράδοση της Κέρκυρας

Ο Άγιος Γεώργιος σκοτώνει το δράκο, σε εικόνα του 18ου αι.
στην εκκλησία της Υ.Θ. Ελεούσας των Κυνοπιαστών
Κοινό σημείο αναφοράς στις παραδόσεις πολλών χριστιανικών λαών αποτελεί ο Άγιος Γεώργιος. Και όπως συχνά συμβαίνει, οι παραδόσεις παίρνουν και τη μορφή αφηγηματικών τραγουδιών που ταξιδεύουν από τόπο σε τόπο. Η Κέρκυρα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση και σ’ αυτήν την περίπτωση, κι έτσι διασώζεται εδώ ως τις μέρες μας, ένα τραγούδι της λαϊκής μουσικής παράδοσης του νησιού με τον τίτλο «Ο Άη Γιώργης και το θεριό».
Το τραγούδι αυτό (δημοσιεύεται στο τέλος, με στοιχεία από το υπό έκδοσι βιβλίο του Στέφανου Πουλημένου, για την κερκυραϊκή λαϊκή μουσική παράδοση) καταγράφεται στην τοπική παράδοση σε πολλές παραλλαγές, μία από τις οποίες διασώζει και την απόδοσή του ως τραγουδιστού χορού σε χωριά της Μέσης Κέρκυρας και της Λευκίμμης, όπως συμβαίνει και με πολλές άλλες περιοχές του ελληνισμού.
Ο Άγιος Γεώργιος, ως τροπαιοφόρος (στρατιωτικός), Άγιος και ελευθερωτής, στις διηγήσεις για τα κατορθώματά του, κεντρική θέση έχει η εξόντωση του δράκου και η σωτηρία της βασιλοπούλας. Αυτή η παράδοση έχει εμπνεύσει και την εικονογραφία σ’ ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο που θέλει τον Άγιο, καβαλάρη να σκοτώνει με το κοντάρι του, το θεριό - δράκο.

Ο Άγιος Γεώργιος ο Δρακοκτόνος

Σύμφωνα με την Παράδοση, το θεριό ή δράκος φρουρούσε το νερό μιας πηγής, στη Λιβύη, και δεν άφηνε τους κατοίκους να υδρευτούν αν δεν του έδιναν βορά κάθε φορά ένα συντοπίτη τους. Οι κάτοικοι της περιοχής όριζαν με κλήρο το θύμα του δράκου για πολλά χρόνια. Ολόκληροι στρατοί αντιτάχθηκαν στο τέρας, χωρίς αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή, ο κλήρος έπεσε και στη βασιλοπούλα, την οποία έσωσε ο Άγιος, νεαρός αξιωματικός πάνω στο άλογο, φονεύοντας το δράκο με το κοντάρι του.
Ο Άγιος Γεώργιος, από τους πιο γνωστούς και αγαπητούς Αγίους σε όλον το χριστιανικό - και όχι μόνο - κόσμο, ήταν γόνος πλούσιας και αριστοκρατικής οικογένειας από την Καππαδοκία της Μικράς Ασίας, ήταν αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού. Η δράση, το μαρτύριο και η κοίμησή του τοποθετούνται τον 3ο αιώνα και στις αρχές του 4ου αιώνα, επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού.
Η μνήμη του τιμάται δύο φορές το χρόνο: στις 23 Απριλίου ο δι' αποκεφαλισμού θάνατός του ή για τις Εκκλησίες που πηγαίνουν σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο, εάν η ημέρα συμπέσει πριν από την Ανάσταση, μετατίθεται τη Δευτέρα της Διακαινησίμου και στις 3 Νοεμβρίου η ανακομιδή των λειψάνων του.

Προστάτης του Πεζικού και Άγιος πολλών λαών

Προστάτης τόσο στρατευμάτων όσο και χωρών. Επειδή ο βίος του είναι στρατιωτικός, θεωρείται προστάτης του Πεζικού και του Ελληνικού Στρατού Ξηράς, ενώ είναι και ο προστάτης Άγιος της Αγγλίας.
Επίσης, θεωρούνταν Άγιος προστάτης των Σταυροφόρων, οι οποίοι έφεραν στη Δύση το λείψανό του από την Παλαιστίνη, καθώς επίσης και των Προσκόπων.
Ο Άγιος Γεώργιος είναι, επιπλέον, Άγιος της Καθολικής, της Αγγλικανικής, της Ορθόδοξης, της Λουθηρανικής και της Αρμενικής Εκκλησίας, καθώς και προστάτης Άγιος των χριστιανών της Παλαιστίνης, της Βηρυτού, της Γεωργίας, του βουλγαρικού στρατού, ενώ βρίσκεται και στο κέντρο του εθνοσήμου της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Λατρεύεται ιδιαίτερα από τους Σαρακατσάνους (νομάδες της ηπειρωτικής Ελλάδας) αλλά και από Πομάκους της Θράκης. Στην εκκλησία που είναι αφιερωμένη στη μνήμη του, στην Πρίγκηπο, χιλιάδες Τούρκοι προσέρχονται κάθε χρόνο να προσκυνήσουν την εικόνα του. Πολλοί είναι οι προσκυνητές και στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου, στο Φανάρι, όπου διασώζονται κειμήλια ανεκτίμητης αξίας, όπως ο Πατριαρχικός Θρόνος και ο Άμβωνας.

Ο Άη Γιώργης και το θεριό[1]

Μέγα Άη Γιώργη, στρατηγέ, πρώτε μου καβαλάρη,
αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι.
Όμορφος είσαι στη θωριά, σαν άγιος στη θεότη,
Θέλω και σε παρακαλώ αφέντη στρατιώτη
Στη δόξα και τη δύναμη θέλω για ν’ αναβάλω
Για το θεριό που στότωσες, του δράκοντα μεγάλο,
οπού ‘τανε στη χώρα μας  σ’ ένα βαθύ πηγάδι
άνθρωπο το ταïζανε κάθε Σαββάτο βράδυ.
                                                                                               
Κι ένα Σαββάτο δεν του πάν άνθρωπο να μασήσει
Στάλα νερό δεν άφησε τη χώρα να δροσίση.
Εκάμανε τα μπουλετιά ποιανού ήταν για να πέσει
Να στείλει το παιδιάκι του, του λιονταριού πεσκέσι
Έπεσε κι ένα μπουλετί για τη βασιλοπούλα
Οπού την είχε ο βασιληάς μονάχη κι ακριβούλα.
Ως τ’ άκουσε ο βασιληάς τον τέτοιο λόγον λέει:
Όλο το βιό μου πάρτε το και το παιδί μου αφήστε.
Ασκώνεται όλος ο λαός και γίνεται ένα αίμα
Ή το παιδί σου δώσε μας ή παίρνομε και ‘σένα.
Πάρτε το παιδάκι μου ντύστε το σαν τη νύφη
Και δώστε το του λιονταριού γλυκά να το μασήση.
                                                                                                                                               
Την ‘ντύσαν τη στολίσανε την πήρανε στη βρύση.
Δεν τώλπιζε η βαριόμοιρη πως πίσω θα γυρίση..
Κι ο Αη Γιώργης όπου τ΄ άκουσε τρέχει να τη γλυτώση,
Κι από τον πικρό της θάνατο να την ελευτερώση.
-Φεύγα ξενάκι μου από δω και σύρε σ’ άλλη χώρα,
Για θέννα έβγη το θεριό να μας εφάη τώρα.
-Κόρη θ ‘αποκοιμηθώ στα γόνατά σου απάνω,
-Κι όταν θεννά ‘ ρθει το θεριό από τα σε το βγάνω…
κι όταν εβγαίνε το θεριό όλα τα όρη ετρέμα,
κι η κόρη από το φόβο της εφώναξε, ωιμένα!
Ω κακομοίρα που ήτανε και κακομοίρα που είναι!
Και πριν σκοτώσει το θεριό μου λέει να μη φοβούμαι…
Σηκώθηκε ανατολικά και κάνει το σταυρό του,
Μια κονταριά του έδωκε του πήρε το λαιμό του.
                                                                                               
Η κόρη με τα μάτια της στέκει και τονε θώρει
Και με το νου της έλεγε, εβίβα άη Γιώργη.
Άη Γιώργης που τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη
-Πού είδες, κόρη, το όνομα και πού το αναθιβάνεις;
-Στον ύπνο που κοιμήθηκα είδα ένα περιστέρι,
εβάστα τον τίμιο σταυρό εις το δεξί του χέρι.
Πες μου να ζης αφέντη μου, πώς λένε τ’ όνομά σου;
Έχει να δώσει ο κύρης μου, χάρισμα τσ’ αφεντιάς σου.
-Γιώργη, στρατιώτη, λένε με, απ’ την Καππαδοκία,
όπου θα δώσει χάρισμα, να στήσει εκκλησία
και μέσ’ στη μέση τσ΄εκκλησιάς να στήσει καβαλάρη
αρματωμένο με σπαθί και μ’ αργυρό κοντάρι,
και βγάλτε του τ’ όνομα, ο μέγας άη Γιώργης
όπου σκοτώνει τα θεριά, τους χριστιανούς γλυτώνει.

ΓΛΩΣΣΑΡΙ: Μπουλετί: κλήρος, πεσκέσι: δώρο, ασκώνω: σηκώνω, αναθιβάνω: αμφιβάλλω, απορώ



[1]   Το τραγούδι αυτό καταγράφηκε στη Λευκίμμη το 1910, μαζί με μια ακόμη εκδοχή του από την ίδια περιοχή και περιλαμβάνεται στη συλλογή του Γιάννη Μαρτζούκου «Κερκυραϊκά Δημοτικά Τραγούδια» του 1959, σελ. 90 – 92. Δύο παραλλαγές του τραγουδιού από Σιναράδες (1973, Μαριέττα Χρ. Γραμμένου, ετών 60) και από Καστελλάνους Μέσης (1978, Κωνσταντίνος Άνθης, ετών 68) περιλαμβάνονται στη συλλογή που εξέδωσε το 1989, ο Νίκος Πακτίτης, σελ. 44 - 46. Τέλος, μια ακόμη παραλλαγή του ίδιου τραγουδιού από την Καμάρα της Μέσης Κέρκυρας, απέδωσε με τη μελωδία της, η Κατερίνα (Νίνα) Βάρθη, το 2012.
Άλλες παραλλαγές του τραγουδιού συναντώνται σε διάφορες περιοχές του Ελληνισμού και, ανάμεσά τους, στην Κύπρο, όπου γίνεται και σύγχρονη ερμηνεία του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου