Ο Πολυφωνικός Χορός Κυνοπιαστών, τραγουδάει |
Γράφει ο Χρήστος Ι. Δούλης
26/8/2012 εφημερίδα «Επισημάνσεις της Κυριακής»
Στην αρχή η πρώτη φωνή, μετά η δεύτερη, το σεκόντο, κατόπιν το ίσιο και αμέσως μετά η επόμενη. Κάτι σε πενταφωνία, δεν ξέρω, δεν είμαι ειδικός... Οι άλλες φωνές ακολουθούσαν. Γυναικείες οι περισσότερες. Δύο - τρεις από τις γυναίκες σέρνανε το κάθε τραγούδι, πότε η μία, πότε η άλλη. Σπουδαίες φωνές, όλες.Φωνές ορμηνεμένες από τη φύση. Φωνές από μόνες τους
φυτρωμένες. Φωνές που βγαίνανε από το στήθος
και κυλούσαν σαν το νερό στο ποτάμι. Φωνές, σωστές, ασπούδαχτες χωρίς δασκάλους,
που οδηγούσαν από μόνες τους το
τραγούδι. Έτσι ακριβώς όπως έπρεπε να βγαίνει η φωνή, αβίαστα. Όλες μαζί καμιά
εικοσαριά. Και πέντε άντρες ανάμεσά τους. Για να μη νοιώθουνε μόνες. Οι
γυναίκες και οι φωνές.
Τραγουδούσανε παλιά κερκυραϊκά τραγούδια, ντυμένες με
τις στολές της μέσης Κέρκυρας. Όμως την
ώρα που τραγουδούσαν, σε στέλνανε πίσω στο χρόνο. Η σαν να φέρνανε μπροστά σου πάνω σε έλκυθρο,
το χρόνο που έφυγε. Σαν να τραβούσαν σαν
να σέρνανε το χρόνο στο τώρα, και τον
αποθώνανε απόψε μπροστά σου, στα αυτιά σου… Σε κάνανε να φεύγεις από το παρόν. Νόμιζες
πως είσαι, πως ζεις σε άλλη εποχή, παλαιότερη.
Έτσι έπρεπε να τραγουδούσανε παλιά, έλεγες.
Με το κάθε γράμμα που άκουγες, την κάθε λέξη που τραγουδούσανε όλες μαζί, το
μυαλό πήγαινε πίσω, σε κάποιο απόγιομα, η μία δίπλα στην άλλη να μαζεύουν τις ελιές
και να τραγουδάνε… Στο φόρο κάποιου χωριού, θα ‘τανε στολισμένες και λέγανε τα τραγούδια
που λέγανε απόψε. Σε στρώσιμο κρεβατιού κάποια Πέμπτη απόγιομα. Ή κάποια
Κυριακή πριν το μεσημέρι, μετά τη λειτουργία όταν έβγαινε η νύφη από το σπίτι
της για την εκκλησιά. Εκεί μπορεί να τραγουδούσαν και ο
πατέρας της νύφης με την τσουτσουμίδα στο χέρι, να ετοιμάζεται
να σύρει το χορό. Να χορέψει τη θυγατέρα
του ντυμένη νύφη. Τον τελευταίο χορό σαν ελεύθερη και με το βιολί παραδίπλα να
βαράει. Το ίδιο βιολί που θα πήγαινε μπροστά και θα ακολουθούσε η νύφη μέχρι
την εκκλησιά. Άμα ο γάμος είχε τραπέζι, το μυστήριο γινόταν πριν το μεσημέρι
για να φάει ο κόσμος.
Εκείνη τη βραδυά στο
Κομπίτσι με τον Πολυφωνικό Χορό από τους
Κυνοπιάστες, ήταν αδύνατο, τόσο καλά που τα λέγανε, να μην έφευγε για λίγο το
μυαλό του ανθρώπου. Σε οδηγούσαν οι φωνές. Οι φωνές που ερχόταν από
μακριά και δημιουργούσαν ατμόσφαιρα… Η
ακοή κυβερνούσε εκείνη την ώρα. Σαν να είδα ανθρώπους δύο ή
τρεις γενιές πριν τη δικιά μου, άντρες, γυναίκες, νέους μα και μεγαλύτερους, με
τα καλά τους τα ρούχα να κάθονται κάπου ν’ ακουνε. Τα ίδια ακριβώς τραγούδια, με τον ίδιο τρόπο
τραγουδισμένα… Σαν να καθόμουνα δίπλα
τους, ανάμεσά τους… Σαν να μηδενίστηκε ο
χρόνος. Σαν να τον σύρανε μαζί τους και τον φέρανε απόψε εδώ. Σαν να μην είχανε
φύγει τόσοι άνθρωποι.
Ο Γιάννης ο Χυτήρης ο γνωστός γιατρός που γεννήθηκε και μένει στο Κομπίτσι, οργάνωσε τη βραδιά. Αυτός τους προσκάλεσε κι’ αυτοί μας χάρισαν όμορφες στιγμές.
Στη Βενετσιάνικη βρύση, από ‘κεί που κάποτε οι γυναίκες κουβαλούσαν νερό στα σπίτια τους με τις λάτες ή με την ξέστα
στο κεφάλι. Εκεί που πλένανε και τα ρούχα τους σε ειδικά διαμορφωμένους
χώρους. Το νερό που κατέβαινε από το
ύψωμα , γέμιζε μια μεγάλη βάσκα και όταν
ξεχείλιζε, έτρεχε ελεύθερο στα χωράφια.
Νερό καθαρό, τότε, σαν δάκρυ ερωτευμένης. Από εκεί που βγαίνει το νερό θυμίζει είσοδο βενετσιάνικου κτιρίου. Νερό
που υπάρχει ακόμα και σήμερα, αλλά κανένας δεν το χρησιμοποιεί. Οι βόθροι, τ’
απορρυπαντικά και τα απολυμαντικά, πότισαν το έδαφος και το νερό αχρηστεύτηκε. Όμως ο χώρος
αξιοποιήθηκε κι έγινε στολίδι του Κομπιτσιού.
Κάθε χρόνο γίνονται εκδηλώσεις. Βοηθάει και το τοπίο, βλέπεις. Ένας
μακρόστενος, ανακαινισμένος χώρος υποβλητκά φωτισμένος με φανάρια και πυρσούς.
Στο τελευταίο φως της μέρας πριν σκοτεινιάσει, διαγράφονται οι σκιές από τα μεγάλα δέντρα καθώς κοιτάζεις τα αστέρια στον
ουρανό. Στα καθίσματα γνωστοί, φίλοι και
συγγενείς που ήλθαν να ακούσουν τις γυναίκες από τους Κυνοπιάστες. Ο ξάδελφός
μου ο Θεοδόσης με τη γυναίκα του, ο Λουκιανός , άλλοι που δεν ήξερα και άλλοι
που δεν με ξέρανε. Πίσω μου η Όλγα του
Γκόγκα, που ήξερε όλα τα τραγούδια και τα τραγουδούσε. Όταν ήταν μικρή, εδώ
έπλενε τα ρούχα της. Και τώρα μικρή είναι ακόμα κι ας έχει περάσει τα
ογδόντα.
Ο Στέφανος ο Πουλημένος
άνετος, χαλαρός, καλοκαιρινός,
κατατοπιστικός απαλλαγμένος από γραβάτες και τηλεοράσεις, εξηγούσε το
κάθε τραγούδι πριν αρχίσει και μετά τραγουδούσε κι αυτός. Ο Μπεζερής με την κιθάρα του, οδηγούσε τις φωνές κι άλλοτε οι νότες του πηγαίνανε
πλάι με τις φωνές. Και η Αννα η Δαφνή,
που κάθε Μεγάλη Τρίτη στην είσοδο, στο
βασιλικό Παλάτι, στην κάτω πλατεία, με τα ποιήματα που διαβάζει, γίνεται ατμόσφαιρα η ίδια..
‘Ολοι καλοί, χαμογελαστοί, στο τέλος που παίρνανε τα
συγχαρητήρια…
Σας ευχαριστούμε όλους σας.
Χρήστος Ι. Δούλης
26/8/2012 εφημερίδα
«Επισημάνσεις της Κυριακής»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου