Ο "Γαζιανάκης" την Κυριακή της Τυρινής, Φεβρ. 2012, στους Κυνοπιάστες |
Ξέραμε επίσης
ότι πρόκειται για τραγούδι της κατηγορίας των ακριτικών – παραλογών της
Βυζαντινής περιόδου, που παλαιότερα είχε καταγραφεί στους Αργυράδες, τους
Σιναράδες και τους Χωρεπισκόπους της Κέρκυρας, αλλά τα ίχνη του εκεί έχουν
σβήσει.
Το βρήκαμε ακόμη
καταγεγραμμένο από έναν Ισπανό ερευνητή – συγγραφέα, τον Eusebio Ajensa Pratt, που το περιέλαβε στο βιβλίο του "Balladas Griegos"(Ισπανοελληνική έκδοση στη Μαδρίτη,
έτος 2000)
Μια έρευνα όμως,
που έκανε πρόσφατα ο φίλος Λευκιμμιώτης εκπαιδευτικός, ερευνητής και συγγραφέας
Μιχάλης Χρυσικόπουλος, έφερε στο φως
νέα στοιχεία για διάφορες παραλλαγές του τραγουδιού, που καταγράφηκαν σε άλλους
τόπους του Ελληνισμού, με πιθανή απώτερη καταγωγή, την κεντρική Μικρά Ασία, της
ύστερης Βυζαντινής περιόδου.
Τον ευχαριστούμε
θερμά που ασχολήθηκε με τον «Γαζιανάκη», το τραγούδι – χορό των Κυνοπιαστών,
όπου διασώζεται ζωντανή ξανά η παράδοσή του και με χαρά παραθέτουμε τα στοιχεία
που μας έστειλε, αφού με το βίντεο που ακολουθεί θυμίσουμε το περιεχόμενό του.
Ο
ΓΑ(Τ)ΖΙΑΝΑΚΗΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ
<mchrysi@sch.gr>
Αγαπητέ Στέφανε,
Σου είχα υποσχεθεί λίγες γραμμές από τις
προσωπικές μου σημειώσεις σχετικά με το χορευτικό δρώμενο του χωριού σου, που
τόσο αγαπάς και υπηρετείς (τόσο το δρώμενο όσο και το χωριό).
Ξεχάστηκα, ομολογουμένως για λίγο, αλλά
δε σε ξέχασα.
Ξέρεις πολλές φορές, είναι πολύ δύσκολο
να ανακαλύψουμε κάτι που βρίσκεται πολύ κοντά μας, γιατί το θεωρούμε τόσο
πολύτιμο που θέλουμε να το έχουμε, αν είναι δυνατόν, μόνο εμείς.
Σου στέλνω λοιπόν σήμερα, κάτι που έχει σχέση
με το "μασκαρά" το Γατζιανάκη, με ένα ή δύο – ν -.
Αν θεωρήσεις ότι το κείμενο ή μέρος του
κειμένου, μπορεί να δημοσιευτεί στις σελίδες της "Κέρκυρα Σήμερα",
έχεις το ελεύθερο.
Φιλικά
Μιχάλης Χρυσικόπουλος
Ο
ΓΑΤΖΙΑΝΑΚΗΣ
Χορός, με το
πολυφωνικό τραγούδι του Γιατζιανάκη, στη μέση Κέρκυρα που επιβιώνει ακόμα στους
Κυνοπιάστες, σε ρυθμό 2/4. Ο χορός αναβίωσε προσφάτως στις Απόκριες, στις
Τρινές, εξ αιτίας της μεταμφίεσης του κεντρικού ήρωα, προκειμένου να συναντηθεί
με την καλή του. Πρόκειται για ένα ακόμα μεσαιωνικό τραγούδι, ακριτικό ή
παραλογή, που επενδύει χορό, όπως «ο Αη Γιώργης», «του κυρ Βοριά», «Ελένη προξενολογού» ή «Της κόρης που κακοτύχησε»1, «Μαλαματένιος αργαλειός» ή «ο Γυρισμός του ξενητεμένου»2 κ.λ.π.
«Τοῦ, ἄσματος, γνωστοῦ καὶ εἰς ἄλλους
εὐρωπαϊκοὺς λαοὺς,
παραδίδονται δύο κύριοι τύποι. Κατὰ
τὸν
πρῶτον, νέος ζητεῖν εἰς
γάμον κόρην, ἔνεκα δὲ
τῆς ἀρνήσεως
της κατέχεται ὑπὸ
ἀπελπησίας.
Μὲ τὴν
συμβουλὴν μαγισσῶν ἥ τοῦ ἵππου του, κατ’ ἄλλας παραλλαγὰς,
μεταμφιεσθεὶς εἰς γυναῖκα,
κατορθώνει νὰ φθάσῃ εἰς τὴν
κλίνην τῆς ἀγαπημένης του χωρὶς νὰ ἀναγνωρισθῇ ὑπ’ αὐτῆς. Ἡ παραπλανηθεῖσα
καταφεύγει εἰς τὴν κρίσιν τοῦ βασιλέως, ἀποκαλύπτεται
ὁ ἐξαπατήσας καὶ ὑποχρεώνεται νὰ τὴν
νυμφευθῇ. Κατ’ ἄλλας
παραλλαγὰς αὔτη γίνεται σύζυγος τοῦ βασιλέως.
Κατὰ τον δεύτερον τύπον ο ἀπηλπισμένος
ἐραστὴς
κατορθώνει μὲ μαγικὰ φίλτρα νὰ σαγηνεύσει τὴν
νέαν. Ὑπὸ
τὴν ἐπίδρασιν
τῆς μαγείας ἀφυπνίζεται έκείνη τὴν
νύκτα καὶ συνοδευομένη
ὑπό
θεραπαινίδων, ἔρχεται εἰς τὴν οἰκίαν
τοῦ ἐραστοῦ της καὶ κρούει τὴν
θύραν, εἶναι ὅμως κλειδομένη καὶ δὲν ἀνοίγει.
Ἐν τῇ ἀπελπισίᾳ της λαμβάνει δηλητήριον καὶ ἀποθνήσκει… Ὁ νέος ἰδὼν αὐτὴν
νεκρὰν αὐτοκτονεῖ. ...
Εἰς τὴν ὅλην
του μορφὴν τὸ
ἄσμα
μὲ τὰ παραμυθικὰ αὐτὰ στοιχεῖα ἔχει
μορφὴν παραλογῆς.»3
«Ἡ προσφυγὴ εἰς τὰ φίλτρα καὶ τὰς
μαγγανείας τῶν ἀτύχων ἐραστῶν εἶναι
κοινότατη εἰς πάντας τους λαοὺς, ἀρχαίους
καὶ νεώτερους,
τὸ δὲ τέχνασμα τῆς
μεταμφιέσεως τοῦ ἐραστοῦ εἰς
γυναῖκα, ὅπως πλησιάσῃ τὴν ἀγαπωμένην,
ἀναφέρεται
εἰς τοὺς ἀρχαίους
ἑλληνικοὺς
μύθους καὶ διηγήσεις
καὶ εἰς ἄλλων
λαῶν μύθους καὶ
ἀσματα.»4
«Πρόκειται για
λαϊκά θέματα (μοτίβα), γνωστά στην αρχαία ελληνική φιλολογία… Τα ίδια θέματα
είναι γνωστά και στην ιστορία του Sakrȃν στις αραβικές «χίλιες και μία νύχτες» και εξακολουθούν να υπάρχουν ως τις
μέρες μας, στα δημοτικά τραγούδια του Χαρζανή.
Σε πρόσφατη
μελέτη του Giacomo Maganaro, το θέμα του τραγουδιού βρίσκει στην αγιολογική
διήγηση για το μάρτυρα Κυπριανό από την Αντιόχεια και την Ιουστίνη, που
μαρτύρησαν την εποχή του Διοκλητιανού (284 - 305 μ.Χ.). 5
Το μακροσκελές
τραγούδι «της Λιογέννητης»,
έτσι το αναφέρει ο Ν. Πολίτης και το κατατάσσει στα Ακριτικά Τραγούδια,
ταυτίζοντας τους δύο εραστές με τον Διγενή Ακρίτα και την Ευδοκία, κόρη του
Ανδρόνικου Δούκα.6 και που,
σύμφωνα με τους Γ. Κ. Σπυριδάκη και Λ. Α. Πετρόπουλο, ταυτίζεται με αυτό του
Χαρζανή7 και
Γατζιαννάκη, παρατηρείται παρόμοια μεταμφίεση του Κωνσταντή ή Χαρζανή ή Γιαννάκη ή Μαυρουδή ή Διγενή ή Διονή8 ή
Χατζαρή ή Γιάννη ή Γιατζιανό ή Γκαζιανό ή Γιό του Δούκα. Η ηρωίδα φέρει τα
ονόματα Αρετή, Αρετούσα, Μαριώ, Μάρω, Λιογέννητη, Λυγερή.
Το ταγούδι της Λιογέννητης
Ο Ν. Πολίτης για
τη σύνθεση του τραγουδιού της Λιογέννητης έλαβε υπ’ όψιν του πολλές παραλλαγές του
τραγουδιού διότι «ὅταν
δὲν ἔχωμεν εἰμὴ ἓν μόνον κείμενον τοῦ ἄσματος, ὀφείλομεν
κατ’
ἀνάγκην
παραλάβωμεν αυτὸ κολοβὸν
και παρεφθαρμένον. Ἂν δ’
ὅμως
ὑπάρχουν
πλείονες παραλλαγαὶ τοῦ αὐτοῦ ἄσματος, ἡ ἐπανώρθωσις τῶν
ἐλλείψεων
εἶναι δυνατή, διότι οἱ διάφοροι παραλλαγαὶ συμπληρώνουν ἤ διορθώνουν ἄλλας»9.
Μία από αυτές,
που έλαβε υπ’ όψιν του ο
μεγάλος δάσκαλος της λαογραφίας, είναι και αυτή της Κέρκυρας καταγεγραμένη από
τον Αντώνιο Μανούσο, καθώς επίσης αυτές των Κορινθίας, Αιγίνης, Κεφαλληνίας,
Λακκοβικίων Μακεδονίας, Βιζύης και Μηδείας Κωνσταντινουπόλεως, Βάρνας, Οδησσού,
Καρυών Καβακλί, Κρήτης, Μήλου, Θήρας, Σύρου, Πυργίου Χίου, Νισύρου, Σύμης,
Καστελλόριζου, Κύπρου, Τραπεζούντος, Κορσικής κ.λπ. ανέκδοτων.10
Τρεις
Κερκυραϊκές παραλλαγές παρόμοιες με
αυτήν της Λιογέννητης με τον τίτλο «Η βάγια που δε θέλει το Ρηγόπουλο» καταγράφονται στους Χωρεπισκόπους και
στους Σιναράδες, η δεύτερη μάλλον κολοβή σε ό,τι αφορά το επεισόδιο11, όπως και αυτή της Λευκίμμης12.
Η παραλογή,
λοιπόν, του Γιατζιανάκη των Κυνοπιαστών, είναι μία από τις παραλλαγές του
πανελλήνιου τραγουδιού με ίδιο ή παρόμοιο επεισόδιο. Παραλογές λέγονται τα
πολύστιχα αφηγηματικά τραγούδια, που αφηγούνται δραματικές καταστάσεις της
ανθρώπινης ζωής, πραγματικές ή φανταστικές. Έχουν έντονο παραμυθιακό χαρακτήρα
και γι’ αυτό
ονομάστηκαν πλαστά.
Και
Γιατζιανάκης, Γιατζιανός Γκαζιανός, είναι, κατά πάσα πιθανότητα, παράφραση του
Χαρζανής δηλ. του προερχόμενου από το βυζαντινό θέμα «Χαρσανόν»13 με το ομώνυμο κάστρο, στη σημερινή
κεντρική Τουρκία, ανατολικά της Άγκυρας.
Σύμφωνα με την
παραλογή, ο ήρωας προκειμένου να κερδίσει την κόρη με την οποία είναι
ερωτευμένος, με τη συμβουλή μάγισσας ή γριάς ή του αλόγου του, μεταμφιέζεται σε
γυναίκα και αφού μπαίνει στο σπίτι της κόρης, κοιμάται μαζί της. Σε ορισμένες
παραλλαγές, όπως προαναφέραμε, με την παρέμβαση του βασιλιά ή του αρχιμαντρίτη14, ο ήρωας και η ηρωίδα παντρεύονται. Σε
άλλες, όπως στην παραλλαγή της Λιογέννητης, οι ήρωες – εραστές πεθαίνουν.
Τέλος, σε άλλες
όπως αυτές της Κέρκυρας, δε δίνεται συνέχεια στο επεισόδιο μετά τον από κοινού
ύπνο, πράγμα που μπορεί να δηλώνει κολοβές σε επεισόδιο και στίχους παραλλαγές.
Από τη Σητεία
Κρήτης και τη Σύμη
Παραθέτουμε
ενδεικτικά, πρώτα δύο από τις τρεις παραλλαγές που σταχιολογήσαμε στα αρχεία
της Ακαδημίας Αθηνών, πρώτη από τη Σητεία Κρήτης και δεύτερη από τη Σύμη.
Α΄
Ο
Χατζαράκης ο μικρός ο Μικροχατζαράκης
δώδεκα
χρόνους πολεμά την Αρετή να πάρη.
Πέμπει
τση μήλο, ρίχνει το, λοδάρι και πατεί το
και
τσι προξενητάδες του ξυλιές του τσι φορτώνει.
Και
βάνει και στοιχήματα, που δε μπορεί να κάμει,
να
σπείρει και τη θάλασσα σιτάρι και κριθάρι.
Τότε
να πεντικοσταθή και με τον ένα πόδα,
να
σείρη κι από πίσω του τρικούβερτο καράβι.
Παίρνουν-τονε
τα κλάηματα ᾿ς
τση μάισσας και πάει.
-«Δίδει
σου η μάννα σου εκατό κι ο κύρης σου διακόσια,
κρυφά
᾿που
τσοι γονέους μου σου δίνω πεντακόσια».
-«Μη
λυπηθής τα γένια σου, κάτσε μπαρπέρισέ τα.
Μη
λυπηθής τα νιάτα σου και ντύσε τα γυναίκεια.
Πάρε
βελόνα και κλωστή κι ανέβα στον οντά τζη».
Πάει
κτυπά την πόρτα τζη την ώρα που δειπνούνε.
–«Ποιος ήρθε για την Αρετή τη
νυχτοπλουμισμένη,
από
τον ήλιο δροσερή, ᾿που τα λουτρά καημένη;»
-Εγώ
᾿μ’ η ξαδέλφη τζη, που δε με ᾿δε
ποτέ τζη.
Δώδεκα
χρόνους πολεμώ να μάθω το γκεργέφι
κι
αν δεν το μάθω σήμερο, άντρας μου δε με παίρνει.
–Πάρε
την Αρετούσα μου, κι ανέβα στον οντά σου,
σαν
αδελφάδες θέσετε και βάλε τη κοντά σου».
Στη
σκάλα ᾿κεια που βγαίνανε ένα πλουμί κεντούσαν,
κι’ έναν σκοπόν ελέγανε κι’ εγλυκοκελαηδούσαν.
Κι’ εκεί που ᾿ποσπερίζανε κι’ εκεί ᾿που ξενυχτούσαν
ήρχιξ’ η κόρη κι’ ήκλεγε δριμά κι αναστενάζει.
–«Τι ‘χεις αξαδελφούλα μου, και
βαριαναστενάζεις;»
-«Τα
φίδια μένουν στα βουνά και τα θεριά στους κάμπους
κι’ εγώ το κακορίζικο απόψε που θα μείνω;»
-«Εβγήτε
βάγιες στρώσετε τη νυφικιά μου στρώση
και
βάλετε το πάπλωμα, που ᾿χει το Χατζαράκη».
Μέσα
ν’ εκεί στον ύπνο τζη, στη ᾿νειροφάνταξή
τζη,
ήρχιξ’ η κόρη κ’ ήκλαιγε δριμά κι αναστενάζει.
–«Τι ᾿χεις αξαδελφούλα μου, και βαριαναστενάζεις;»
-«Μέσα
ν-εκεί στον ύπνο μου, στη ᾿νειροφάνταξή μου,
Σέλινα
σα να μάζωνα, πράσα ν επρασολόγου,
το
πράσινο μου σιντιγέ, ωσάν να τον εφόρου
και
το μαργαριτάρι του τρεις δίπλες στο λαιμό μου
κ’ ένα ζουμπί τριαντάφυλλο στ’ αυτί μου κρεμασμένο
ξεγυμνωμένο
το σπαθί εις το προσκέφαλο μου».
-«Σα
θες, αξαδελφούλα μου, ξηγώ σου τ’
ονειρο σου.
Τα
σέλινα ᾿ν’
η πίκρα σου, τα πράσσα ᾿ν’
ο καημός σου
και
το ζουμπί τριαντάφυλλο είναι η παρθενιά σου
και
τα μαργαριτάρια σου τα δάκρυα που θα χύσης.
Ξεγυμνομένο
το σπαθί, εγώ’μ’ ο Χατζαρής σου».
–«Σαν είσ’ ο Χατζαράκης μου, στάσου να βλοηθούμε».
Τα
παπουτσάκια ντου έβγαλε τη σκάλα κατεβαίνει.
–«Δικιά να σ’ έβρη μάννα μου, που γίνηκες ρουφιάνα
κι
ανέβασες το Χατζαρή απάνω ’που στη σκάλα».
Και
μπαίνει και στολίζεται και βάνει ρεκαμάδα
κι
επρόβαλε του βασιλιά σα φωτερή λαμπάδα.
-«Πως
ήτον Αρετούσα μου, πως ήτονε κυρά μου,
πως
ήτονε και κόπιασες μόνη σου στον οντά μου;»
-«Η
κρίση σου ’τονε πολλή κ’ ήρθα αμοναχή μου,
ένας
᾿που
τσοι λεβέντες σου επήρε την τιμή μου».
Μυνήματα,
μηνύματα στου Χατζαρή την πόρτα.
-«Αν
δε την πάρης Χατζαρή, εγώ θα τηνε πάρω
και
τη μικρή σου αδερφή σκλάβα τζη θα τη βάλω».15
Σημειώσεις:
Λογάρι, ο θησαυρός. Σιντιγέ,
το φόρεμα. Ζουμπί, το μπουκετάκι. Ρεκαμάδα από το βεν. recamada, το
πουκάμισο.
........................
Β΄
Το
Χατζαννάκιν το μικρόν, το Μικροχατζαννάκι
Που
᾿γαπησεν
στην ξενιτειάν καλού στρατιώτη κόρη
Πέμπει
της μήλα ᾿λόχρυσα και παλλαριάς λοάρι.
Τα
μήλα ᾿λατζοπάτησεν και το λοάρι χύννει,
και
τους αποστολάδους του μαγλάδιν τους φορτώνει,
γ-όχι
μαγκλάδι μοναχά μονόγ και ραβδοΐλι.
-«Καλώς
τους αποστόλους μου με τα καλά μαντάτα.»
-«Κακώς
μας, κακώς ήρταμεν με τα κακά μαντάτα».
Τα
μήλα ᾿λατζοπάτησεν και το λοάρι χύννει,
και
εμάς τους αποστόλους σου μαγλάδιν μας φορτώνει,
γ-όχι
μαγκλάδι μοναχά μονόν και ραβδοΐλι».
Δεν
έχει με τα τι μιλά κ’
εμίλα με το μαύρο.
–«Μαύρε μου και να μού ᾿καμνες
την κόρη να κερδίσω».
–«Βάλε με μιάν εις την ταή, βάλε με μια στο
σταύλο,
βάλε
με τρεις και τέσσερις, ᾿α σου την καταφέρω».
–«Σαν χάσω ᾿γώ τη νιότη μου,
την κόρη τι τη θέλω;»
-«Σα
θέλεις, Γιάννη, να φιλάς και να περιλαμπάζης,
μη
λυπηθής το μούστακο και βάλε ᾿ριό ξεράφι,
τρύπησε
και τ’ αυτάκια σου
και βάλε σκουλαρίκια,
βάλε
᾿που
μέσα καμουχά κι απ΄όξω ᾿ριο
μελούβι,
πιάσε
μελάνιν κοντυλιά και κάμε την ελιάν της,
πιάσε
βολόναν και κλωστή, πάννε στη γειτονιάν της
κι
αν εύρης και τη μάνναν της σα θειά σου την χαιρέτα.
Κ’ ετρύπησεν τ’ αυτάκια του και βάλλει σκουλαρίκια,
πιάνει
μελάνιν κοντυλιά και κάμνει την ελιάν
της,
βάλλει
᾿που
μέσα καμουχά κι απ΄ όξω το μελούβι,
πιάννει
βολόναν και κλωστή, πάει στη γειτονιάν της
και
βρίσκει και τη μάννα της σα θειά την εχαιρέτα.
-«Καλώς
ηύρα τη θειούλα μου, τηδ δεν είδα ποτέ μου».
–«Καλώς την ανεψούλα μου μήε κ’ εγώ σε ξεύρω.
Για
πες μου, ανεψούλα μου, ᾿πο πουαν ᾿ν’ τα βονικά σου;»
-«Η
μάννα μου ᾿ν’
αφ’ τη Σουριά κι αφέντης μ’ αφ’
τη Δύση
κ’ εμέν αρραβωνιάσμ με στης Μπαρμπαριάς τα
μέρη,
κι
αν δεν το μάθω το πλουμίν, άντρας και δε με παίρει».
–«Πάμε στη αξαδέρφη σου κ’ εκείν’ ᾿α σου το μάθη».
–«Καλώς την αξαδέρφη μου την δεν είδα ποτέ
μου».
–«Καλώς την αξαδέρφη μου μήε κ’ εγώ σε ξεύρω.
Για
πες μου, αξαδέρφη μου, ᾿πο πουαν ᾿ν’ τα βονικά σου;»
-«Η
μάννα μου ᾿ν’
αφ’ τη Σουριά κι αφέντης μ’ αφ’
τη Δύση
κ’ εμέν αρραβωνιάσμ με στης Μπαρμπαριάς τα
μέρη,
κι
αν δεν το μάθω το πλουμίν, άντρας και δε με παίρει».
–«Μη πλήσσης αξαδέρφη μου, κ’ εγώ θα σου το μάθω».
Κ’
ένα τραούδιν τραουδά κ’
ένα χαβάν τομ παίρου.
–«το Χατζαννάκι το μικρόν, το
Μικροχατζαννάκι,
Που
᾿χουν
τα ρούχα του δροσά και τα λινά του πάχνη,
που
’χου τα πασουμάκια του αττούς από τα δέντρα
έργησεν
δεν επέρασεν, έργησεν δεν εφάνη».
-«Για
πες μου αξαδέρφη μου, ποιο ᾿ναι το Χατζαννάκι;»
-«Κ’ έχει σου λείπει η ελιά κ’ εγώ ᾿λεα ᾿σαι
κείνο»
-«Χριστός,
η αξαεδέρφη μου, τι λόγια που μου λέει!»
Βαριά,
βαριά ᾿νεστέναζεν που μές’
αφ’ την καρδιάν της.
-«Μην
πλήσσης αξαδέρφη μου, πόμεινε με τις βάες».
Πάλε
βαριά ᾿νεστέναζεν κι αυτά τα λόγια λεει.
-«Ο
ν-ήλιος πα’ στη μάννα
του κι ατός εις την φωλιάν του,
κ’ εγώ το ξένον το λεινό που να ᾿πομειν’ αόψε;»
-«Μην
πλήσσης αξαδέρφη μου, πόμεινε με τηθ θεια σου».
Πάλε
ξαναναστεναξε κι αυτά τα λόγια λέει.
-«Ο
ν-ήλιος πα’ στη μάννα
του κι ατός εις τηφ φωλιάν του,
κ’ εγώ το ξένον το λεινό που να ᾿πομειν’
αόψε».
-«Μην
πλήσσης αξαδέρφη μου, πόμεινε μετά μένα,
σύρετε
βάες στρώσετε την νυφικήν μου κλίνη
βάλητε
στρώμα αργυρό, στρώμα μαλαματένιο,
βάλητε
τα παπλώματα, τα ᾿φάναν Ανεράδες
και
τα φαδιοπλουμίσασι του δράκοντα οι κόρες,
να
πέση η αξαδέρφη μου, τη δεν είδα ποτέ μου».
Και
μέσα στα μεσάνυχτα επήρεν την τιμήν της.
Κ’ έτσε στα ξιφωτίσματα ο νιος θελ’ ᾿α μισέψη.
-«Εσού
μισεύγεις, νιότερε, μα μένα που με αφίνεις;»
-«Γιατί
τόσες εφίλησα, γυναίκες θα τις πάρω;
της
πρώτης γίδ’ αμύγδαλα,
της δεύτερης καρύδια,
μα
σου, γιατ’ ήσουν όμορφη
κ’ ήσουν κι αρχοντοπούλα,
γίδω
σου πικραμύγδαλα να πικραθή ο λαιμός σου.
Αν
τα τσακίσεις κ’ είναι κούφια
να τ’ εχει μοναχή
της,
αν
τα τσακίσης κ’ ειν’ γερά, να τα ᾿χουμεν
αντάμα».
Κι
αυτός απ’ όξω πέρασε
κι ωργιό ν-τραούδι λέει.
-«Μάννα,
στρώματα τα ᾿ππεσα, πάπλωμαν το ᾿σκεπάστη
Και
κόρην την εφίλησα, τηδ δεν έχουν οι κόσμοι»
-«Μην
του πιστέψιτ’ άρχοντες και
καυκησάρης είναι
απά
στα κάρβουνά ᾿ππεσε κι αφ’ τ’
άττητα σηκώθη,
τηλ
λούγκραμ μας τη ψωριάρια εσφιχτογκάλιασεν τη».
-«Για
σήκου, σήκου, κόρη μας, στου βασιλιά να πάης».
Και
ψηλοναπουγκώννεται στου βασιλιά πααίννει…
Κι
όνταν την είδεν βασιλιάς επροσηκώθηκεν της.
-«Δεν
είχες παλαμιάχ χαρτί και κοντυλιάμ μελάνι,
να
στείλης με τις βάες σου, κ’
ήρτες η απατή σου;
Το
κασσαβέττιμ μου πολύ και ήρτα κι απατή
μου…
Ένας
απού το τσούρμος σου μου πήρε την τιμή μου».
-«Για
πες μου τα σημάδια του, μπορ’
᾿α
τοφ φέρ’ ο νούς μου».
-«Μακρύς
είναι σαν το βεργί, λιανός σαν το καλάμι
κι
όντας σειστή και λυγιστή και κάμη και το διώμα
αρρωστημένους
και νεκρούς σηκώνν’ από το χώμα».
-«Πες
μου κ’ ο Χατζανής ο
γυναικάδερφός μου».
Σφυριματίδιν
έρριξε κ’ εκούστη στο
Μισίρι,
και
ξιναδευτερώννει τον εις του Κιτζιλιμπάση.
-«Για
έλα, έλα, Χατζαννή, κι ο βασιλιάς σε θέλει».
-«Εχτές
ήμουν στην πόρταν του, σήμερον τί με θέλει;»
-«Κόρασος
σε καταγκαλεί, που πήρες την τιμή της».
-«Γιατί τόσες εφίλησα, γυναίκες θα τις πάρω;
της
πρώτης γίδ’ αμύγδαλα,
της δεύτερης καρύδια,
μ’ αυτήν, γιατ’ ήταν όμορφη κ’ ήτον κι αρχοντοπούλα,
γίδω
της πικραμύγδαλα να πικραθή ο λαιμός της.
Αν
τα τσακίσεις κ’ είναι κούφια
να τ’ έχει μοναχή
της…
αν
τα τσακίση κ’ ειγ’ γερά, να τα ᾿χουμεν
αντάμα».
-«Για
έλα, έλα, Χατζαννή, κι ο βασιλιάς σε θέλει
Την
αδελφή σου θα ᾿φηκη κ’ εκείνηθ θέλ’ ᾿α πάρη».
-
«Αυτός αφού και θέλει τη κι αφ’
τη μηλιά ξυδάτη…
κ’ εγώ που την εφίλησα, γυναίκα δεν τημ
παίρω;
Κι
από τη χέραν την κρατεί και παίρει την και πάει».16
Σημείωση:
Λατζοπάτησε, καταπάτησε. Μαγκλάδι, σιδερένιο ρόπαλο. Δαβροΐλι,
το ραβδί. Περιλαμπάζης, να
αγκαλιάζεις. Μελούβι, το βελούδο. Μη πλήσσεις, μη στενοχωριέσαι. Έργησε, εβράδιασε. Φαδιοπλουμίσασι, στόλισαν το υφάδι. Γίδ’,
γίδω, δίνω. Άττητα, οι στάχτες. Λούγραμ, η γουρούνα. Ψηλοναπουγκώνεται, ανασηκώνει το φόρεμά
της για να μη μπερδεύεται. Κασαβέττιμ,
από το τουρκικό Casavet, η θλίψη. Διόμμα,
η εμφάνιση.
........................
Η
παραλλαγή των Κυνοπιαστών
Στη συνέχεια
παραθέτουμε κερκυραϊκές παραλλαγές με πρώτη το τραγούδι, σε στίχο
δεκαπεντασύλλαβο όπως ακούγεται μέχρι σήμερα,στους Κυνοπιάστες.
Ο
Γιατζιανάκης ο μικρός και ο μικρο Γιατζιανάκης
όλο
το βιό του πούλησε την κόρη να πλανέψει,
μα
η κόρη ήταν απλάνευτη και πλανεμό δεν έχει.
Το
άλογο τ’ απόμεινε και
πάει να το πουλήσει.
Στο
δρόμο που επήγαινε μια γρια απαντένει.
- Αν σ’
ορμηνεύψω Γατζιανέ τη χάρη θα μου κάμεις;
-
Την Άρτα και τα Γιάννενα, τη Χιό με τα καράβια
και
την Αδριανούπολη μ’ όλα τα
παλληκάρια.
- Γυναίκα ντύ, μα την Παναγιά , γυναίκα ντύσου
Γιατζιανέ,
γυναίκα
ντύσου Γιατζιανέ, γυναίκα μπαρμουλώσου,
γυναίκα
μπες στην εκκλησιά και κάμε το σταυρό σου.
Εκεί
θα βρεις τη μάνα της και πρωτοθειά την κράζεις.
- Απ’
είσαι ανηψούλα μου και πρωτοθειά με κράζεις;
- κοπέλα τση αδερφούλας σου τση
μακροπαντρεμένης.
Απ’ το χερί την άσκωσε στο σπίτι την
πηγαίνει.
- Ξύπνα ξύπνησε Μάριω μου ᾿τι
σου ᾿φερα ξαδέρφη.
- Σαν τι ξαδέρφη μου ᾿φερες
που ξαδέρφη δεν έχω.
- κοπέλα τσι αδερφούλας μου της μακροπαντρεμένης.
Ενύχτωσε
και βράδιασε και ο ήλιος πάει να γύρει
κι’ εγώ το έ, μα την Παναγιά, κι’ εγώ έρημο το πουλί
κι’ εγώ έρημο το πουλί, σαν που να πάω να μείνω;
-
Τσώπα- τσώπα ξαδέρφη μου και με τα μένα μένεις
Να
στρώσω τα σεντόνια μου τα χρυσοκεντημένα
Όπου
έχουνε το Γαζιανό πάνω ζωγραφισμένα.
Έπεσαν
και κοιμήθηκαν σαν δυό καλά αδερφάκια
και
μες τα ξημερώματα του ύπνου τα κανάκια.
- Ξύπνα ξύπνα ξαδέρφη μου τι όνειρο που είδα
απόψε.
Τα
σέλινα, μα την Παναγιά, τα σέλινα εβοτάνιζα,
τα
σέλινα εβοτάνιζα πράσες εκορφολόγου•
Τα
κόκκινα γαρούφαλλα ήταν η προξενιά μου.
Ανάθεμα
τη μάνα μου τη θειά μου η ρουφιάνα
που
στείλανε το Γατζιανό να κοιμηθούμε αντάμα.
........................
Η
παραλλαγή των Σιναράδων
Άλλες παραλλαγές του τραγουδιού έχουν καταγραφεί στους Σιναράδες και στους Χωρεπισκόπους. Καταγράφουμε την
πρώτη.
Ο
Γιατζιανάκης ο μικρός και ο μικρογιατζιανάκης
όλο
το βιό του πούλησε μια κόρη να πλανέψει
και
το άλογο του έμεινε να πάει να το πουλήσει.
Στο
δρόμο που επήγαινε καλόγρια απαντάει
- καλώς τα κάνεις Γιατζιανέ, σαν τι δρόμο
πηγαίνεις;
- Όλο το βιό μου επούλησα την κόρη να πλανέψω.
- Αν την πλανέψεις Γιατζιανέ σαν τι θα μου
χαρίσεις;
- Φράγγικο, χριστιανικό θα είναι το χάρισμα σου
και
το ζωνάρι που φορώ να πλέκεις τα μαλλιά σου.
- Γυναίκα ντύσου Γιατζιανέ, γυναίκα
μπουρμουλώσου,
γυναίκα
μπες στην εκκλησιά και κάμε το σταυρό σου,
γυναίκα
πάρε αντίδωρο απ’ του παπά το
χέρι.
Εκεί
θα είναι η μάνα της που πρωτοθειά την κράζεις.
-
Δεν είμαι εκείνη η Έλενα, δεν είμαι εκείνη η ξένη
της
αδερφής σου το παιδί, της μικροπαντρεμένης.
Ενύχτωσε
και βράδιανε και ο ήλιος πάει να κάτσει
Παν
τα πουλιά στις τρύπες τους, τ’
αηδόνια στις φωλιές τους
κι’ εγώ το ξένο το πουλί σαν που να πάω να
μείνω;
- Σώπασε ανηψούλα μου και μένεις μετά μένα
Βάζω
και τα σεντόνια μου τ’
αργυροκεντημένα.
- Έχω κατάρα γονικιά με θεία μου μη μείνω•
αν
είναι με ξαδέρφη μου μένω ευχαριστημένη.
Όλη
τη μέρα ήτανε σαν τά ᾿μερα πουλάκια
και
μες τα ξημερώματα σαν τα ᾿γρια πουλάκια.
- Έφεξε και ξημέρωσε κι’ εβγήκε στη φανέστρα.
- Ακούστε με γειτόνισσες σαν τι όνειρο που
είδα.
Σέλινα
εβοτάνιζα, πράσες εκορφολόγα•
Τα
σέλινα ήταν ψέματα και πράσες ήταν
αλήθεια;
Τα
κόκκινα γαρύφαλλα ήταν η παρθενιά μου.
Η
μάνα μου η φόνισσα η θεια μου η ρουφιάνα
μου
στείλαν τον ξαδέρφο μου να κοιμηθούμε αντάμα.
17
........................
Στο
Σκριπερό το 1906
Το ίδιο
τραγούδι, πιο μακροσκελές, παρά το γεγονός ότι του λείπουν στίχοι και με τον
τίτλο «Το τραγούδι του Γκατζιανέλη»,
καταγράφεται στο Σκριπερό το 1906.
Ο
Γκατζιανέλης ο μικρός κι’
ο μικρογκατζιανέλης
ηθέλησε
κι’ αγάπησε πρίντσιπα θυγατέρα,
στέλνει
νοδάρους δώδεκα και μηνυτάδες δέκα,
και
δεκαοχτώ γραμματικούς να γράψουν τα προικιά της.
Έστειλε
και το δούλο μας στο μαύρο καβαλάρη,
κι
κόρη τους αγνάντευε από ώριο παραθύρι.
-Καλώς
τους τους γραμματικούς, καλώς τους τους νοδάρους,
καλώς
τονε το δούλο μας, στο μαύρο καβαλάρη!
Τι
θέλετε γραμματικοί και σεις πολλοί νοδάροι;
-Εδώ
μας στέλνει ο Γκαζιανός γυναίκα να σε πάρει.
-Δε
θέλω σε, δε βούλω σε, δεν καταδεχόμαστε,
το
σκλάβο μου, το δούλο μου, τον υποταχτικό μου …
των
τριών βαγιών μου τα κελιά χρυσοκεραμωμένα,
(κι
επάνω στην κεραμωτή χρυσό γλεντά
απλωμένο)
κι’ επάνω στο χρυσό γλεντά, χρυσός αητός
κοιμάται,
και
να σειστεί, να λυγιστεί, να κάμει να πετάξει
και
πάλε ναι, και πάλε οχί, και πάλε χρειά δεν έχω.
Κι
ο Γκαζιανός τα’ εκαρτερεί τα
χέρια σταυρωμένα,
᾿πα μακρυά τσου σαλαγάει, κι’ από κοντά τσου λέει:
-Καλώς
τους τους γραμματικούς, καλώς τους τους νοδάρους,
καλώς
τονε το δούλο μας, στο μαύρο καβαλάρη,
σαν
τι μαντάτα μού ᾿φερες από την κόρη που ᾿ρθες;
-Κακά
μαντάτα σού ᾿φερα, να μην είχε τα φέρω,
δε
θέλει σε, δε βούλει σε, δεν καταδέχεται σε,
το
σκλάβο της, το δούλο της, τον υποταχτικό της
των
τριών βαγιών της τα κελιά χρυσοκεραμωμένα,
κι
επάνω στην κεραμωτή χρυσό γλεντά
απλωμένο
κι’ επάνω στο χρυσό γλεντά, χρυσός αητός
κοιμάται,
και
να σειστεί, να λυγιστεί, να κάμει να πετάξει
και
πάλε ναι, και πάλε οχί, και πάλε χρειά δεν έχει.
-
Κακά μαντάτα μού ᾿φερες, να μην είχε τα φέρω.
Στη
στράτα όπου ᾿πήγαινε το θειο παρακαλιώ του,
στη
στράτα τσι απάντησε μάνα και θυγατέρα•
γυρίζει
η θυγατέρα της της μάνας της και λέει:
-Μάνα
ο νιος που πάει ᾿δώ, πολλά ᾿ναι πικραμένος,
κάποιο
κοράσιν αγαπάει κι’ εκείνο δεν
τον θέλει,
κι’ εκείνος αποκρίθηκε με τα καημένα χείλη.
Γιούστο
κοράσιν αγαπώ, κι’ εκείνο δε με
θέλει.
-Τι
να ᾿ν’
το χάρισμά μου εμέ, να κάμω να σε θέλει;
-Θέλεις
τα ρούχα μ’ έπαρε,
θέλεις τα μπελεχρά μου,
θέλεις
γιορτάτικα σκουτιά, θέλεις καθημερινά μου;
-Δε
θέλω εγώ τα ρούχα σου μήτε τα μπελεχρά σου,
μηδέ
γιορτάτικα σκουτιά, μηδέ καθημερινά σου,
τίποτα
δε σου ζήλεψα σαν το χρυσό ζωνάρι.
Έβγαλε
και τους έδωκε και το χρυσό ζωνάρι! …
κι
ολονυχτίς εμάγευε μάνα και θυγατέρα …
επήγε
και τον εύρηκε στους ίσκιους που εκοιμώτου
στους
ίσκιους στα γαρούφαλα, στα μοσχοκαρυοφύλλια.
Στέκει
και διαλογίζεται πώς να τονε ξυπνήσει.
-Αν
τονε πώ βεργόλιγνο, βέργα ᾿ναι και λυγιέται,
αν
τον ειπώ κληματιανό κλήμα ᾿ν’
και κόμπους έχει,
αν
τον ειπώ άστρι τα’ ουρανού
αστρι ‘ν’ και
βασιλεύει,
ας
το ειπώ σαν ήξερα, σαν ήμουν μαθημένη.
-Άστα
σπαθάκι μου λαμπρό, πουλί μου ασημωμένο,
αστα
ακριβό της μάνας σου μοσχοκουναρημένο.
Ανάθεμά
τις μάγισσες και τις καλοθελήτρες,
οπού
μαγέψανε πολλούς, εμάγεψαν και μένα …
Ολονυχτίς
κοιμώτανε σαν δυό γλυκά αδερφάκια
και
προς τα ξημερώματα σαν τ’
άγρια πουλάκια. …
-Ωιμένα
ξαδερφούλα μου, όνειρο που είδα απόψε,
που
σέλινα κοκκάλουνα, πράσες εκορφολόγου
και
κόκκινα τριαντάφυλλα τριγύρω στα βυζιά μου!
-Τα
σέλινα όσα σού᾿λεγα κι πράσες όσα σου μείνου,
τα
κόκκινα τριαντάφυλλα ήταν η παρθενιά σου,
βάλε
τα χρυσοκάλιγα κι’ έμπα
στην κάμαρη σου
κι
ασήκωσε το πάπλωμα να δεις και να πιστέψεις.
Τα
χρυσοκάλιγα έβγαλε στην κάμαρά της μπαίνει,
ασήκωσε
το πάπλωμα στριγγλή φωνίτσα σέρνει.
-Ακούστε
σεις ανύπαντρες και σεις οι παντρεμένες
πολύ
κρασί μην πίνετε, τον ύπνο μη αγαπάτε,
τες
βάγιες μη θαρεύετε να κλειούν τα παραθύρια,
τι
᾿μάθαν
τ’ αρχοντόπουλα και ντύνονται γυναίκα
κι
έρχονται και πεζεύουνε για πρώτα μας ξαδέρφια.
Σημείωση:
γιούστο, ιτ. giosto, ακριβώς. Μπελεχρά ,τα παλιόρουχα. Βάγια,
η τροφός. Γλεντές, ο καβαλάρης της
στέγης.
........................
Στους
Αργυράδες το 19ο αιώνα
Το τραγούδι στις
αρχές του 19ου αιώνα, δηλ. αρκετά ενωρίς καταγεγραμμένο, φαίνεται να ήταν
γνωστό στις Αργυράδες, στη Νότια Κέρκυρα «καθ’ υπαγόρευσιν Μαρ. Καλούδη».
Ο
Γαζιανάκης ο μικρός και ο μικρογαζιανάκης
όλο
το βιός του εχάλασε την κόρη να γελάσει
κι
ο μαύρος του τ’ απόμεινε να
πάει να το πουλήσει.
Στη
στράτα, όπου πήαινε, στη στράτα όπου
πάει,
Καλόγριαν
απάντησε, καλόγρια απαντάει
-
Γειά σου, χαρά σου, καλογριά. - Καλώς το
Γαζιανάκη.
- Μα δε μου λές, καλόγρια, τ’ ειν’
τούτο που παθαίνω,
που
όλο το βιός μου εχάλασα την κόρη να γελάσω,
κι
ο μαύρος μου απόμεινε να πάω να τον πουλήσω;
-
Γυναίκεια ντύσου, Γαζιανέ, γυναίκεια μπουρμουλώσου,
γυναίκεια
πα στην εκκλησιά, γυναίκεια το σταυρό
σου,
γυναίκεια
πάρε αντίδωρο ᾿πό του παπά το χέρι.
Εκεί
βρίσκεις τη μάννα της και πρωτοθειά την κράζεις.
- Γειά σου, χαρά σου, θειούλα μου, γειά σου
χαρά σου θειά μου.
- Καλώς την ανεψούλα μου, καλώς την ανεψιά
μου.
Σαν
τι ανεψούλα σ’ έχω ᾿γώ,
που πρωτοθειά με κράζεις;
- Δεν είμαι εκείνη η Έλενα, δεν είμαι ΄κείνη η
ξένη,
της
αδερφής σου το παιδί, τση μικροπαντρεμένης;
Από
το χέρ’ την έπιασε,
στο σπίτι της την πάει,
τση
Μάρως της εχτύπησε, τση Μάρως της χτυπάει.
- Άνοιξε Μαρω μ’,
άνοιξε που σού ‘φερα μαθήτρα:
- Σαν τι μαθήτρα που είμαι εγώ, τι μου ΄φερες
μαθήτρα;
- Σού `φερα την ξαδρέφη σου, τη μακρινή την
ξένη,
της
αδερφής μου το παιδί, τση μικροπαντρεμένης.
Εκάτσα
και δειπνήσανε σαν δύο ξαδερφάκια,
Κι
οΓαζιανός ‘ποκρύθηκε, τον τέτοιο
λόγο λέει·
- Ενύχτωσε και βράδιανε κ’ εκλείσαν τ’ αργαστήρια,
Παν
τα πουλιά τσι τρύπες τους, τ’
αηδόνια τσι φωλιές τους,
κ’
εγώ το ξένο το πουλί, σαν που να
πά να μείνω;
Κ’ η Μάρω ν αποκρίθηκε, τον τέτοιο λόγο
λέει·
- Τσώπα, βρε ξαδερφούλα μου και μετά μένα
μένεις.
Να βάλω στο κρεβάτι μου σεντόνια γαμπρικάτα,
στην
άκρη τση κουφουραφής ο Γαζιανός ραμμένος.
Πέσαν
και κοιμηθήκανε σα δυό γλυκά ξαδέρφια,
και
μεσ’ τα ξημερώματα στου ύπνου τα κανάκια
- Τα’
άκουσε βρέ ξαδρέφη μου, βαριόνειο είδ’
απόψε.
Τα
σέλινα εβοτάνιζα, τσις πράσσες εκορφολόγα•
-
Τα σέλινα ήταν ψέματα κ’ οι πράσσες είν’
αλήθεια;
- Εντύθηκε η άμοιρη, στο φόρο κατεβαίνει.
- Κι ακούστε σεις οι όμορφες και σεις οι
μαυρομάτες,
κρασάκι
να μη πίνετε, ύπνο μη ρεβοσάστε,
τι
ο ύπνος είν’ ο θάνατος
και το κρασί ΄ναι ο πλάνος,
κ’ εμάθαν τα’ αρχοντόπουλα και ντύνονται γυναίκεια
και
ξεπλανούν τες όμορφες για πρώτες τους ξαδρέφες.
........................
Το
Τραγούδι «της Λιογέννητης»
Από τέτοιου
είδους παραλλαγές συνέθεσε το τραγούδι
«Της Λιογέννητης»
ο Ν. Πολίτης και το παραθέτουμε.
Ο
Κωσταντής ο ομορφονιός, ο μικροκωσταντίνος
μια
μέρα θέλησε να βγη να λαγοκυνηγήση,
και
διάβαινε καμαρωτός απ’
την πλατειά τη ρούγα.
Εκεί
είδε τη Λιογέννητη με τετρακόσιαις σκλάβες.
Σε
κρεμεζιά τριανταφυλλιά ήταν ακουμπισμένη,
κ’ είχε τα φρύδια τορνευτά, τα μάτια σα
ζαφείρι,
και
‘ς το μικρό το δάχτυλο είχε το δαχτυλίδι,
καλλιά
‘λαμπε το δάχτυλο παρά το δαχτυλίδι.
Ωσάν
την είδ’ ο Κωσταντής,
αφήνει το κυνήγι.
Κινάει
να πάη ‘ς το σπίτι του σα μήλο μαραμμένος.
Χωρίς
θέρμη θερμάθηκε, χωρίς το ριόν ερριάστη,
δίχως
τον πονοκέφαλο έπεσε ‘ς το κρεβάτι.
«Μάννα,
ψυχή, μάννα, καρδιά, μάννα και το κεφάλι.
Μάννα,
θολά είναι τα βουνά και θαμπερό το σπίτι.
-Γιε
μου, καλά είναι τα βουνά και λαμπερό το σπίτι,
μα
συ κορίτσιν αγαπάς κ’
εκείνη δεν το ξέρει.
-Μάννα,
την κόρη που είδα ‘γω, άλλος να μη την πάρη.
Στείλε
να κράξης άρχοντες και μητροπολιτάδες
να
παν να κάμουν προξενειά, γυναίκα να την πάρω.»
Στέλνει
τρακόσιους άρχοντες και μητροπολιτάδες,
στέλνει
τον άρχοντα Φωκά, στέλνει το Νικηφόρο,
στέλνει
τον Πετροτράχηλο, που τρέμει η γης κι’
ο κόσμος.
Εχτύπησαν
οι άρχοντες την αργυρή την πόρτα.
«Ποιος
χτύπησε ‘ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας;
-Ημείς
είμεστε οι άρχοντες κ’
οι μητροπολιτάδες,
ο
Κωσταντής μας έστειλε δυο λόγια να σου πούμε.
-Ανοίξετε
‘ς τους άρχοντες, ‘ς τους μητροπολιτάδες!
Φέρτε
τρακόσια στρώματα, φέρτε τρακόσια πεύκια,
για
να καθίσουν οι άρχοντες κ’
οι μητροπολιτάδες,
φέρτε
Μονεβασιά κρασί, να πιουν οι αντρειωμένοι.»
Εμπαίνουν
τότε οι άρχοντες κ’ οι μητροπολιτάδες,
και
την ευρίσκουν κ’ έπλεγε τ’ ολόχρυσο γαϊτάνι.
Καθώς
τους είδε η λυγερή επροσηκώθηκέ τους.
«Καλώς
ήρθαν οι άρχοντες κ’
οι μητροπολιτάδες,
φάτε
και πιέτε, γέροντες, κ’
εγώ ‘ς τον ορισμό σας.
-Εμείς
εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε.
Προξενητάδες
είμαστε κ’ ήρθαμε να
σου πούμε,
ο
Κωσταντής μας έστειλε, τ’
όμορφο παλληκάρι,
αν
είναι θέλημα θεού, γυναίκα να σε πάρη.»
Σαν
τ’ άκουσε η Λιογέννητη νεχτύπησε τα γέλοια.
«Για
πήτε του του Κωσταντή, του μοσκαναθρεμμένου,
δε
θέλω τον, δεν χρήζω τον, δεν καταδέχομαί τον.
Σαν
έρθη η μάννα μ’ απ’ τη γης κι’ ο κύρης μ’ απ’
τον άδη,
τα
δυο μ’ αδέρφια τα
καλά από τον κάτω κόσμο,
να
σπείρουνε τη θάλασσα σιτάρι να καρπίση
χρυσάγανο,
χρυσόσταχο και χρυσοκονδυλάτο,
και
με τ’
αργυροδρέπανα να μπουν να το θερίσουν,
κ’ εις τον αφρό της θάλασσας να κάμουνε τ’ αλώνι,
μηδέ
και τ’άχυρο βραχή
μηδέ και το σιτάρι,
μηδέ
την πάχνη τ’ αλωνιού
αέρας να την πάρη,
τότε
κ’ εγώ τον Κωσταντή θα τόνε πάρω γι’ άντρα,
και
πάλι ναί, και πάλι όχι, και πάλι σα μου δόξη.»
Σάν
ηκουσαν οι άρχοντες κ’
οι μητροπολιτάδες,
τους
κακοφάνηκε πολύ κ’ έσκυψαν το
κεφάλι.
Κι’ αυτή τότε τους έδωκε τ’ ολόχρυσο γαϊτάνι.
«Ορίστε
την πλεξίδα μου τον εδικό σας κόπο.»
Εκίνησαν
κ’ επήγαιναν πικροί και μαραμμένοι,
κι’ ο Κωσταντής καρτέρειγε ‘ς την αργυρή του
πόρτα.
«Καλώς
ήρθαν οι άρχοντες με τα καλά τα λόγια.
-Κακώς
ήρθαν οι άρχοντες με τα κακά τα λόγια.
Δε
θέλει σε, δε χρήζει σε, δε καταδέχεταί σε.
Σαν
έρθη η μάννα τς απ’ τη γης κι’ ο κύρης απ’ τον άδη,
τα
δυο τς αδέρφια τα καλά από τον Κάτω κόσμο,
να
σπείρουνε τη θάλασσα, σιτάρι να καρπίση,
χρυσάγανο,
χρυσόσταχο και χρυσοκονδυλάτο,
και
με τ’αργυροδρέπανα
να μπουν να το θερίσουν,
κ’ εις τον αφρό της θάλασσας να κάμουνε τ’ αλώνι,
μηδέ
και τ’ άχυρο βραχή,
μηδέ και το σιτάρι,
μηδέ
την πάχνη τ’ αλωνιού
αέρας να την πάρη,
τότε
κι’ αυτή τον Κωνσταντή θα τόνε πάρη γι’ άντρα,
και
πάλι ναι, και πάλι όχι, και πάλι σαν της δόξη.»
Ό
Κωσταντής σαν τ’ άκουσε μέγας
καϊμός τον πήρε,
και
ζήτησε και τόδωκαν τ’
ολόχρυσο γαϊτάνι.
Πήγε
να βρη τοις μάγισσαις που ξέρουν από μάγια.
Ωσάν
τον είδε κ’ έρχονταν της
μάγισσας η κόρη,
«Μάννα
μ’, ο νιος οπ’ έρχεται του κάμπου καβαλλάρης,
παίρνουν
τα ρούχα του δροσιά και τα λυχνά του πάχνη,
’παίρνουν
τα πασουμάκια του ανθούς από τα δέντρα,
κι’ ο γύρος του προσώπου του για κόρη είναι
θλιμμένος.
-Στα
μάγια ‘γω γεννήθηκα, ‘ς τα μάγια θα πεθάνω,
κ’ εγώ δεν τόνε γνώρισα και συ τόνε
γνωρίζεις;»
«Καλή
σου μέρα, μάγισσα με την καλή σου κόρη.
Δεν
έχεις μάγια της καρδιάς και μάγια της αγάπης,
να
κάμης τη Λιογέννητη να ρθή ‘ς την αγκαλιά μου;
-Αν
έχης πράμα τς αρεσιάς και πράμα του χεριού της,
θα
κάμω τη Λιογέννητη να ρθή ‘ς την αγκαλιά σου.
-Εγώ
‘χω πράμα τς αρεσιάς και πράμα του χεριού της,
εγώ
‘χω την πλεξίδα της, τ’
ολόχρυσο γαϊτάνι.
-Σύρε
άνοιξε την πόρτα σου και δέσε τα θηριά σου,
και
κάθου και καρτερεί την να ρθή ‘ς την αγκαλιά σου.»
Και
βγάνει από τον κόρφο της τρία μήλα μαραμμένα.
«Το
να ρήξε ‘ς το τρίστρατο, να πάψουν οι διαβάταις,
τάλλο
ρήξε ‘ς τον ποταμό, να πάψουν τα ποτάμια,
το
τρίτο ρήξ’ ‘ς τη
λυγερή, να ρθή γυρεύοντας σε.»
Το
νά ρηξε ‘ς το τρίστρατο και πάψαν οι διαβάταις,
τάλλό
ρηξε ‘ς τον ποταμό και πάψαν τα ποτάμια,
το
τρίτο το φαρμακερό ‘ς της λυγερής τς αγκάλες.
Ως
τό είδε η κόρη εσβήστηκε, ως το είδε δαιμονίστη.
Σαν
ήρθαν τα μεσάνυχτα, τη σκότισαν τα μάγια.
«Μώρ'
βάγιαις μου, μώρ’ ντάνταις
μου, μώρ’ σκλάβαις του
πατρός μου,
ανάψτε
πράσινα κηριά και κόκκιναις λαμπάδες,
τι
εσήμανε η Παντάνασσα, να πά’
να προσκυνήσω.
-Κυρά
ταρνίθια δε λαλούν, καμπάναις δε σημαίνουν,
κ'
η εδική σου η εκκλησιά νε ψέλλει νε σημαίνει.
-Μπα
του πατρός μου το ψωμί ‘ς τα μάτια να σας πιάκη!»
Κ’ έτσι εσηκώθη μοναχή κ’ εβήκε ‘ς το σκοτάδι.
Μια
δούλα δεν την άφηκε κι’
από κοντά της πήγε.
Σαν
έφτακε, σα ζύγωσε ‘ς τη μέση από το δρόμο,
εκεί
της ήρθε ολίγο ο νους κι’
αρχίνησε να λέη.
«Ποιος
είδε νήλιο από βραδύς κι’
άστρι το μεσημέρι,
ποιος
είδε τη Λιογέννητη να περπατή ‘ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη,
ξυπόλητη και ξεμαλλοπλεμένη;
-Εγώ
είδα νήλιο από βραδύς κι’
άστρι το μεσημέρι,
εγώ
είδα τη Λιογέννητη να περπατή ‘ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη,
ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη.
-Θέ
μου, κι’ αν είμαι
καθαρή, κι’ αν είμ’ εγώ παρθένο,
άστραψε
και μπουμπούνιξε, να χαλαστούν τα μάγια.»
Άστραψε
και μπουμπούνιξε, χαλάστηκαν τα μάγια.
Ο
Κωσταντής ολονυχτίς καρτέρειγε ‘ς το σπίτι,
κι'
αυτού ‘ς τα ξημερώματα το μαύρο του σελλώνει.
«Ανάθεμα
σε, μάγισσα, που μάγια δε γνωρίζεις!
-Σαν
είν’ η κόρη καθαρή, τα μάγια τί σου φταίνε;
Σύρε
ξουρίσου φράγκικα, και ντύσου ‘ς τα γυναίκεια,
γυναίκεια
και χαιρέτησε κατά την ώρα που είναι,
και
πες: Είμ’ η ξαδέρφη
σου από τον Άη Δονάτο,
όπου
πλουμί δεν ήξερα, κ’
ήρθα πλουμί να μάθω.»
Ξουρίστηκε
‘ς τα φράγκικα και ντύθηκε γυναίκεια,
κ’ εχτύπησε ‘ς την αργυρή πόρτα της
μαυρομάτας.
«Ποιος
χτύπησε ‘ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας;
-Εγώ
είμαι η ξαδέρφη σου από τον Άη Δονάτο,
οπού
πλουμί δεν ήξερα κ’ ήρθα πλουμί
να μάθω.
-Καλώς
ήρθ’ η ξαδέρφη μου, μα γώ δε σε γνωρίζω,
και
πούθεν είν’ ο τόπος σου
και πούθεν η γενιά μας;
-Αλάργα
είν’ ο τόπος μου κι’ από κοντά η γενιά μας,
κ’ εμείς εξεμακρύναμε κ’ εχάθηκε η γενιά μας,
κ’ εδώ με στέλνει η μάννα μου πλουμίδια να
με μάθης.
-Μετά
χαράς, ξαδέρφη μου, πλουμίδια να σε μάθω,
πλουμίδια
και κεντίσματα κι’ απ’ ό,τι θέλει ο νους μου.
-Μετά
χαράς, ξαδέλφη μου, πλουμίδια να σε μάθω,
πλουμίδια
και κεντίσματα κι’ ό,τι θέλει ο
νους σου.»
Σάν
άρχισε και νύχτωνε, πήρε να σκοτεινιάση,
ο
Κωσταντής σηκώθηκε τάχα πως θε να φύγη.
«Ενύχτωσε
κ' έβράδιασε, πήρε να σκοτεινιάση,
πάν
τα θηριά ‘ς τοις κοίτες τους, ταηδόνια ‘ς τις φωλιές τους,
κ’ εγώ το ξένο κ’ έρημο απόψε που να μείνω;
-Μην
πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τις σκλάβες.
-Εγώ
του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και
τώρα με κατάντησες να μείνω με τις σκλάβες!
-Μην
πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τις δούλες.
-Εγώ
του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και
τώρα με κατάντησες να μείνω με τις δούλες!
-Μην
πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τις ντάντες.
-Εγώ
του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και
τώρα με κατάντησες να μείνω με τις ντάντες!
-Μην
πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τις βάγιες!
-Εγώ
του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και
τώρα με κατάντησες να μείνω με τις βάγιες!
-Μην
πλήσσης αξαδέρφη μου, και μένομε τα δυο μας.
Ανάψτε,
βάγιες, τα κηριά, μουνούχοι, τις λαμπάδες,
και
στρώσετε την κλίνη μου τη λινομέταξή μου.
Βάλετε
στρώμα ναργυρό, στρώμα μαλαματένιο,
βάλετε
τα παπλώματα, τα υφάναν Ανεράδες
και
τα υφαδιοπλουμίσασι του Δράκοντα οι κόρες,
και
στρώστε πάτους βασιλκό, και πάτους μαντζουράνα,
και
πάτους δεντρολίβανο να κοιμηθούμε αντάμα.»
Ολονυχτίς
κοιμούντανε σαν δυο γλυκά αδερφάκια,
και
προς τα ξημερώματα σαν τ’
άγρια πουλάκια.
Σαν
έφεξε, ξημέρωσε, σαν ήρθε η άλλη η νύχτα,
«Μάννα,
άνοιξε τοις πόρταις σου και δέσε τα θηριά σου,
γιατί
θε νά ρθη η νύφη σου, θε νά ρθη η μαυρομάτα.
Ολίγος
ύπνος μ’ έπιασε και
πάω για να πλαγιάσω,
κι’ όντας θε νά ρθη η νύφη σου, να ρθής να
με ξυπνήσης.
-Σύρε,
παιδί μου, πλάγιασε κ’
εγώ θα καρτερέσω,
κι’ όντας θε να ρθη η νύφη μου θα ρθώ να σε
ξυπνήσω.»
Κ’ εκείνη η σκύλα η άνομη δεν έκαμε όπως
είπε,
μόν’ έκλεισε την πόρτα της κ’ έλυσε τα θεριά της,
κ’ έβαλε ομπρός ‘ς τη ρούγα της γούρνα
φαρμακωμένη.
Επλάγιασε
η Λιογέννητη ‘ς τη αργυρή της κλίνη.
Σαν
ήρθαν τα μεσάνυχτα, τη σκότισαν τα μάγια.
«Μώρ’ βάγιες μου, μώρ’ ντάντες μου, μώρ’ σκλάβες του πατρός μου,
ανάψτε
πράσινα κηριά και κόκκιναις λαμπάδες,
τι
εσήμανε η Παντάνασσα, να πάω να προσκυνήσω.
-Κυρά,
ταρνίθια δε λαλούν, καμπάναις δε σημαίνουν,
κ’ η εδική σου η εκκλησιά νε ψέλλει νε
σημαίνει.
-Μπα
τους πατρός μου το ψωμί ‘ς τα μάτια να σας πιάκη!»
Κ’ έτσι εσηκώθη μοναχή κ’ εβήκε ‘ς το σκοτάδι.
Μια
δούλα δε την άφηκε κι’
από κοντά της πήγε.
Σαν
έφτακε, σα ζύγωσε ‘ς τη μέση από το δρόμο,
εκεί
της ήρθε ολίγο ο νους κι’
αρχίνησε να λέη.
«Ποιος
είδε νήλιο από βραδύς κι’
άστρι το μερημέρι,
ποιος
είδε τη Λιογέννητη να περπατή ‘ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη,
ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη;
-Εγώ
είδα νήλιο από βραδύς κι’
άστρι το μεσημέρι,
εγώ
είδα τη Λιογέννητη να περπατή ‘ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη,
ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη.
-Θε
μου κι’ αν είμαι
καθαρή, κι’ αν είμ’ εγώ παρθένο,
άστραψε
και μπουμπούνιξε να χαλαστούν τα μάγια.»
Δεν
άστραψε, δε βρόντηξε, δε χάθηκαν τα μάγια.
Κι’ αρχίνησε κ’ εχτύπαγε του Κωσταντή την πόρτα.
«Άνοιξε,
μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι,
μ’ εβούρλισαν τα μάγια σου, κ’ ήρθα κατά τ’ εσένα.
-Ροκάνισε
το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
και
πιε νερό της γούρνας μου, κ’
ύστερα να σ’ ανοίξω.
-Άνοιξε,
μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι,
μ’ έβούρλισαν τα μάγια σου, κ’ ήρθα κατά τ’ εσένα.
-Ροκάνισε
το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
και
πιε νερό της γούρνας μου, κ’
ύστερα να σ’ ανοίξω.»
-Άνοιξε,
μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι,
μ’ εβούρλισαν τα μάγια σου, κ’ ήρθα κατά τ’ εσένα.
-Ροκάνισε
το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
και
πιέ νερό της γούρνας μου, κ’
υστέρα να σ’ ανοίξω.
Ροκάνισε
το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
κ’ έπιε της γούρνας το νερό κ’ έσκασε σαν το ψάρι.
Κι’ αυτού ‘ς τα ξημερώματα ο Κωσταντής
ξυπνάει.
«Μάννα,
δεν ήρθε η νύφη σου, δεν ήρθε η μαυρομάτα;
-Γιε
μου, δεν ήρθε η νύφη μου, δεν ήρθε η μαυρομάτα.»
Σαν
εκατέβη ο Κωσταντής, σαν άνοιξε την πόρτα,
σαν
είδε τη Λιογέννητη ‘ς το δρόμο ξαπλωμένη,
ψιλή
φωνίτσα νέβγαλε, ψιλή φωνίτσα βγάζει.
«Σαν
ήθελες, μαννούλα μου, νά χης και γιο και νύφη,
όντας
σου πρωτοχτύπησε ας είχες της ανοίξη.»
Χρυσό
μαχαίρι νέβγαλε απ’ αργυρό
φηκάρι,
ς
τον ουρανό το πέταξε, μέσ’
ς την καρδιά του πάει.
...................
Το ίδιο περίπου
επεισόδιο, αλλά με παρόμοιο τέλος έχει και το ακριτικό με τίτλο «του Δούκα ο
γιος κι η Λυγερή».20 Του Δούκα
γιος είναι ο ήρωας και στην παραλλαγή της Αίγινας, ο Μαυρουδή και η Μαυρουδιά
στην πολύστιχη παραλλαγή της Κύπρου21, ενώ Γιάννης ο Πλανόγιαννος και Μάρω οι
ήρωες στις λιτές σε στίχους παραλλαγές της Ηπείρου και Μακεδονίας.22
Με τον παρόμοιο
τίτλο «της Λυγερής» το τραγούδι
καταγράφεται στους Παξούς, ως κάτω και με την παρατήρηση «αποσπασματικό όπως
όλα τα Παξινά».
Πέρα
σε κείνες τις αυλές, τις μαρμαροχιονάτες,
ν’εκεί αγαπώ μια Λυγερή, κι εκείνη δεν το
ξέρει.
Ορμήνεψε
με, μαύρε μου, να πα να την πλανέψω.
Γυναίκεια
ντύσου μάτια μου, γυναίκεια καβαλίκα.
.................................................................
Καλώς
τα κάνεις Λυγερή, καλώς τα κάνεις κόρη.
.................................................................
Εδώ
με στέλν’η μάνα μου
κεντούδια να με μάθεις.
................................................................
Ενύχτωσε
και βράδιασε και πουνα μείνω απόψε;
-Τσώπα
βρε ανιψούλα μου και με τις βάγιες μένω (;)
-Κακό που μου ‘ρθε κόρη μου .......................
Που
μένα μ’ εχει η μάνα
μου χρυσάφι στο λαιμό της
Και κόνισμα θαυματουργό να κάμει το σταυρό της.
..................................................................
’Κούτε
κορίτσια ανύπαντρα, τι λεν τα παντρεμένα:
Γλυκό
κρασί μην πίνετε, ύπνο μην αγαπάτε.
Ο
ύπνος είναι θάνατος και το κρασί είν’ο
πλάνος
Έτσι
πλανεύτηκα κι εγώ από γυναικοντυμένο άντρα.
Το
χορευτικό μοτίβο
Δε θα
ασχοληθούμε με τη φιλολογική (νοηματική, πραγματολογική, λεξιλογική) ανάλυση της κάθε παραλλαγής. Κάθε παραλλαγή,
κάθε στίχος, κάθε λέξη, απαιτεί χρόνο και σελίδες γραφής από φιλολόγους,
εξειδικευμένους στο Δημοτικό Τραγούδι.
Το χορευτικό
μοτίβο του χορού, είναι πολύ απλό και η λαβή των χεριών από τους αγκώνες και
λαβή στις παλάμες με πλεγμένα δάκτυλα (το δεξί χέρι πίσω από το αριστερό του
προηγούμενου).
Πρόκειται,
μάλλον, ως χορός παραλλαγή του Συρτού στα Τρία και καθώς φαίνεται ο χορός
υπηρετεί το τραγούδι και όχι το τραγούδι το χορό.
Με δεξί πόδι
πέντε βήματα προς τη φορά του χορού, στο έκτο βήμα το αριστερό με τα δάχτυλα
λίγο μπροστά και δίπλα από το δεξί. Με αριστερό πόδι πέντε βήματα αντίθετα από
τη φορά του χορού, στο έκτο βήμα το δεξί πόδι με τα δάχτυλα λίγο μπροστά και
δίπλα από το αριστερό ή δίπλα στο αριστερό και σε όλο το πέλμα.
Συνολικά δώδεκα
βήματα και ολοκλήρωση του κινητικού μοτίβου με τη μουσική φράση. Αλλιώς δύο κινητικά
μοτίβα του αρχέγονου Συρτού στα Τρία.
……………….
Παραπομπές:
1. Πολίτης Γ. Ν., Εκλογαί από τα τραγούδια
του Ελληνικού λαού, αρ. 85, σελ. 122-124
2. ο.π., αρ. 84, σελ. 120-122
3. Γ. Κ. Σπυριδάκης και Λ. Α. Πετρόπουλος,
Ελληνικά Δημοτικά Τραγουδια, Εκλογή τόμ. Α΄., σελ. 394
4. Πολίτου Γ. Ν., ο.π., σελ. 89
5. Λ. Α. Πετρόπουλος, Βασική Βιβλιοθήκη,
τομ. Α΄, σελ. 89
6. Πολίτου Γ. Ν., ο.π. σελ. 90, αρ. 74. Ο Ν.
7. Γ. Κ. Σπυριδάκης και Λ. Α. Πετρόπουλος,
ο.π, σελ. 394
8. Πολίτης Γ. Ν., ο.π., αρ. 74 σελ. 90 -94
9. ο.π., σελ. 7
10. ο.π., σελ. 288-289
11. Πακτίτης Α. Νίκος, Κερκυραϊκά Δημοτικά
Τραγουδια, σελ.52-53.
12. Μαλβίνα Ι. Σλαβάνου, Τραγούδια Μοιρολόγια
και Λαζαρικά, σελ 35-36
13. Γ.Κ. Σπυριδάκης και Λ. Α. Πετρόπουλος,
ο.π, σελ. 395
14. Λ. Α. Πετρόπουλος, ο.π., αρ. 14, σελ.
88-92, από την Εντβιγή Λύντεκε, Ελληνικά Δημοτικά τραγούδια, σελ. 163-165, αρ.
105.
15. Γ. Κ.. Σπυριδάκης και Λ. Α. Πετρόπουλος,
ο.π., σελ. 395 -397
16. Γ. Κ. Σπυριδάκης και Λ. Α. Πετρόπουλος
ο.π., σελ. 397-400
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου